και δεν μπορείς να σταθείς στα πόδια σου, και μπουχτίζεις | And you just can't get back on your feet, and you get fed up. |
Σε κάποια φάση, μπούχτισα και μπήκα στη μικρή καφετέρια της οδού Χόλστεντ. | At one point, I just got fed up and ducked into This little coffee shop over on halsted. |
Χθες βράδυ, μπούχτισα. | Last night, I got fed up. |
Αλλά μετά μπούχτισε, επειδή σκεφτόμουν συνέχεια τον εαυτό μου και την καριέρα μου. | But then he kind of got fed up when it was so much about me and my career. |
Αλλά μπούχτισε μαζί σου, και άρχισε να βλέπει μια άλλη γυναίκα Γι' αυτό το λόγο... | But he got fed up with you and started seeing another woman. That' why... |
Αλλά... τελικά ακόμη κι εκείνη, μπούχτισε. | But eventually,even she got fed up. |
Είχα μπουχτίσει, και δε σε ένοιαζε! | I got fed up and didn't care! |