Μην τα μπλέκεις γύρω από τον λαιμό σου . | Don't get them tangled around your neck. |
Καλύτερα να μη μπλέκετε με την αστυνομία στην Κίνα και στη Ρωσία. | Best not to tangle with the police in China and Russia. |
Ειδικά όταν μπλέκουν στην κουβερτούλα τους. Δεν ήξερα πώς να το κάνω σε γλυπτό, οπότε τα έβαλα σε καλαθάκι. | Especially when they get tangled up in a blanket, but I didn't know how to carve that, so I just put them in a basket. |
Ποτέ δεν έμπλεξα με κορίτσι μέχρι εσένα. | - l never got entangled with a girl until you. |
Συγγνώμη που έμπλεξα την Τζέιμι σ' αυτό. | I'm sorry to get Jaimie entangled in all this. |
Το σημαντικό εδώ είναι, ότι την τε- λευταία φορά που έμπλεξες μαζί του βρέθηκες σε πολύ άσχημη θέση. | The important thing here is, the last time you tangled with him you ended up in a very bad place. |
-Αρα ο Μιρονοφ με έμπλεξε ετσι,ε; | -Ara Mironov with the entangled so, huh? |
Αυτό είναι οτι απέμεινε απο τον τελευταίο δρακοφονιά... που έμπλεξε μαζί μου! | That's all that's left of the last dragonslayer... who tangled with me! |
Λοιπόν, συμπεραίνω ότι η Μεγαλειότητά σας έμπλεξε μ' αυτήν την κυρία της γράψατε γράμματα που σας εκθέτουν και τώρα τα θέλετε πίσω. | So, I deduce that your Majesty became entangled with this lady, wrote her some compromising letters, and is now desirous of getting them back. Precisely so. |
Μάλλον έμπλεξε με άστατο φουστάνι κι από τότε είναι όλο μεθυσμένος. | Seems he tangled with some wandering petticoat, been drunk ever since. |
Μιας και έμπλεξε την ζωή του με εκείνη την καμαριέρα." | Since he tangled his line with that chambermaid." |
Τώρα τα μπλέξαμε. | I get tangled up. |
Κ. Γουίλομπρουκ, συγνώμη που σ έμπλεξαν σ έρευνα φόνου. | Mr. Willowbrook, I'm sorry you got tangled up in the murder investigation. |
Είσαι σίγουρος ότι θες να αρχίσεις τη μέρα σου μπλέκοντας με τον Σκοτεινό; | Are you sure you wanna start the day - by tangling with the Dark One? - Hmm. |
Έχεις μπλέξει ποτέ με υπάλληλο επιβολής του νόμου; | You ever been tangled up with a - a law enforcement officer? |
Έχω μπλέξει με αυτούς τους μπάσταρδους, μερικές φορές. | I've tangled with those bastards. |
Δεν είχε μπλέξει στην υπόθεση το 1ο βράδυ. | Wasn't tangled up in a deal the first night. |
Δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ γιατί... έχει μπλέξει σε υπόθεση κούρσας. | She's just something I can't get rid of, because... she's tangled up in a race deal. |
Είχα μπλέξει μ'έναν Αλγερινό των Ειδικών Αποστολών κάποτε. | Oh, an algerian special-OPS guy I tangled with a while back. |