Μέχρι που μια μέρα, η καταιγίδα μπερδεύει τα πανιά και τα ξάρτια του. | Until one day a storm tangles his sails and rigging. |
Πόσο μπερδεύουμε τα πράγματα... | Oh, what a tangled web we weave. |
Όταν άκουσα να στοιχιματίζις χθες βράδυ με τον Τζακ κρύφτηκα στο κατάστρωμα και μπέρδεψα τα δίχτυα του. | When I heard you betting last night with Long Jack... I sneaked up on deck and tangled up his trawl. |
Τσίνκ, μας μπέρδεψες, πριν. | Chink, we've tangled before. |
Πες του να μην μπερδέψει τα καλώδια. | Tell him not to get the lines tangled. |