Μουρμουρίζω (murmur) conjugation

Greek
19 examples

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μουρμουρίζω
I murmur
μουρμουρίζεις
you murmur
μουρμουρίζει
he/she murmurs
μουρμουρίζουμε
we murmur
μουρμουρίζετε
you all murmur
μουρμουρίζουν
they murmur
Future tense
θα μουρμουρίσω
I will murmur
θα μουρμουρίσεις
you will murmur
θα μουρμουρίσει
he/she will murmur
θα μουρμουρίσουμε
we will murmur
θα μουρμουρίσετε
you all will murmur
θα μουρμουρίσουν
they will murmur
Aorist past tense
μουρμούρισα
I murmured
μουρμούρισες
you murmured
μουρμούρισε
he/she murmured
μουρμουρίσαμε
we murmured
μουρμουρίσατε
you all murmured
μουρμούρισαν
they murmured
Past cont. tense
μουρμούριζα
I was murmuring
μουρμούριζες
you were murmuring
μουρμούριζε
he/she was murmuring
μουρμουρίζαμε
we were murmuring
μουρμουρίζατε
you all were murmuring
μουρμούριζαν
they were murmuring
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μουρμούριζε
be murmuring
μουρμουρίζετε
murmur
Perfective imperative mood
μουρμούρισε
murmur
μουρμουρίστε
murmur

Examples of μουρμουρίζω

Example in GreekTranslation in English
Τί μουρμουρίζεις εκεί σαν τρελή;What are you murmuring about?
Τι μουρμουρίζεις;What are you murmuring?
Κάποιες στιγμές κινείται, μουρμουρίζει...There are times, however, he moves, murmurs...
Ναι, μουρμουρίζει.Yeah, it murmurs.
(χέρια σφαλιάρες) (Αγόρια λαχανιάζει και να μουρμουρίζουν στα ισπανικά)(Slaps hands) (Boys gasp and murmur in Spanish)
[Θεατές μουρμουρίζουν][ Spectators murmur ]
[άνθρωποι που μουρμουρίζουν][people murmuring]
[σκάφηπουβουίζουναπό πάνω] [άνθρωποι που μουρμουρίζουν][ships rumbling overhead] [people murmuring]
[όλοι που μουρμουρίζουν] [όλοι που μασούν][all murmuring] [all chewing]
Έτσι, μουρμούρισε στον εαυτό του. Γιατί είσαι λαμπρή σαν αστέρι.So he murmured it to himself ♫ because you are shining like a star♫
Θυμάμαι ότι ο άντρας της αδελφής μου της Λένα... το επόμενο πρωί μετά τη "Νύχτα των Κρυστάλλων"... όταν πήγε στο γραφείο του, κοντά στο ζωολογικό κήπο... πέρασε από μια συναγωγή... είδε ότι καιγόταν... και μουρμούρισε:l remember that my brother-in-law, the husband of my sister Lena, when he went in the morning affer the day of the Reichskristallnacht - "Crystal Night", or how you say - he went by train to his office downtown and between the stations of Savignyplatz and Zoological Garden there is the Jewish synagogue,ja, and he saw that it was burning,ja? And he murmured, "Kulturschande."
Το σχέδιο έχει αρχίσει εδώ και 13 χρόνια ' μουρμούρισε στον εαυτό της η Geum-ja.The plan was already started 13 years ago' so Geum-ja murmured to herself
Όταν μουρμούριζε μ' αυτά τα χείλη -που δεν μπορούσαν να πουν ούτε λέξη- κοιτώντας με.When she was murmuring with those lips that would not even speak a word while looking at me and shivering.
Ναι, μουρμουρίστε κι άλλο, χαζοβιόληδες.Yeah, murmur it up, d-bags.
( άνδρες μουρμουρίζοντας συμφωνία )(men murmuring agreement)
(Αξιωματικών μουρμουρίζοντας) Αλλά αυτό doesn apos? T σημαίνει ότι είναι gonna πάρει ειδική μεταχείριση.(Officers murmuring) But that doesn't mean she's gonna get special treatment.
(Αξιωματικών μουρμουρίζοντας)(Officers murmuring)
(Λαχανιάσει και συγκινημένος μουρμουρίζοντας) Χρόνος για blast-off!(gasping and excited murmuring) Time for blast-off!
(Οι επισκέπτες λαχανιάζοντας και μουρμουρίζοντας)(Guests gasping and murmuring)

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'murmur':

None found.
Learning Greek?