Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μορφοποιώ (formalize) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μορφοποιώ
μορφοποιείς
μορφοποιεί
μορφοποιούμε
μορφοποιείτε
μορφοποιούν
Future tense
θα μορφοποιήσω
θα μορφοποιήσεις
θα μορφοποιήσει
θα μορφοποιήσουμε
θα μορφοποιήσετε
θα μορφοποιήσουν
Aorist past tense
μορφοποίησα
μορφοποίησες
μορφοποίησε
μορφοποιήσαμε
μορφοποιήσατε
μορφοποίησαν
Past cont. tense
μορφοποιούσα
μορφοποιούσες
μορφοποιούσε
μορφοποιούσαμε
μορφοποιούσατε
μορφοποιούσαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μορφοποίει
μορφοποιείτε
Perfective imperative mood
μορφοποίησε
μορφοποιήστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'formalize':

None found.