Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μετεπιβιβάζομαι (transform) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μετεπιβιβάζομαι
μετεπιβιβάζεσαι
μετεπιβιβάζεται
μετεπιβιβαζόμαστε
μετεπιβιβάζεστε
μετεπιβιβάζονται
Future tense
θα μετεπιβιβαστώ
θα μετεπιβιβαστείς
θα μετεπιβιβαστεί
θα μετεπιβιβαστούμε
θα μετεπιβιβαστείτε
θα μετεπιβιβαστούν
Aorist past tense
μετεπιβιβάστηκα
μετεπιβιβάστηκες
μετεπιβιβάστηκε
μετεπιβιβαστήκαμε
μετεπιβιβαστήκατε
μετεπιβιβάστηκαν
Past cont. tense
μετεπιβιβαζόμουν
μετεπιβιβαζόσουν
μετεπιβιβαζόταν
μετεπιβιβαζόμαστε
μετεπιβιβαζόσαστε
μετεπιβιβάζονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μετεπιβιβάζου
μετεπιβιβάζεστε
Perfective imperative mood
μετεπιβιβάσου
μετεπιβιβαστείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'transform':

None found.