Με τις ιδέες σου, παλιές και νέες... μεταμφιέζεις τη δίψα σου για δύναμη σε πάθος για προσφορά. | In all your ideas, old and new, you disguise your craving for power as a passion for good causes. |
Έχει μια συσκευή απόκρυψης που το μεταμφιέζει σε 2 άστεγους... που τσακώνονται για ένα κομμάτι τυρί. | It's got a cloaking device that disguises it as two homeless guys fighting over a wedge of cheese. |
Αυτό το οικονομικό τέχνασμα που μεταμφιέζει το κόστος, κρύβει τους άμεσα υπεύθυνους και μας αφήνει εμάς ως σκλάβους του χρέους να πληρώσουμε το λογαριασμό. | This financial sleight of hand disguises the cost, hides who's to blame and leaves us as debt slaves working to pay off the bill. |
Ας πούμε, χάριν συζητήσεως, ότι το κάνουμε, σε μεταμφιέζουμε... και ότι χρησιμοποιούμε όλα αυτά τα τρομερά μηχανήματα, για να σε βγάλουμε στην επιφάνεια. | Let`s say that, for the sake of argument, that we do, we disguise you. And we use all this awesome spy gear to guide you up to the surface. |
Πιστεύω ότι μεταμφιέζουν ό,τι είναι στο CD για να εμποδίσουν την πειρατεία. | Guess they disguise what's on the disk to prevent piracy. |
Τα μεταμφίεσα ως πόδια. | I've disguised them as legs. |
- Την μεταμφίεσε για να την κρατήσει. Κοίτα αυτό. | He disguised her to keep her. |
Οι μπάσταρδοι μεταμφίεσαν τους ομήρους ως τρομοκράτες! | The bastards disguised the hostages as the terrorists! What? |
Πιστεύω πως αυτός ο τύπος μεταμφίεζε το φορτηγό του. | I think this guy was disguising his truck. |
Έχω μεταμφιέσει την αληθινή μορφή μου... η οποία θα μπορούσε να είναι φοβερή και αποτρόπαια εδώ. | I have disguised my true form... which would be considered hideous and revolting here. |
Ήταν ένας τραπεζίτης μιά φορά... Ο οποίος αποφάσισε ότι πρέπει να μεταμφιέσει το σιδερένιο του χρηματοκιβώτιο... για να μοιάζει με ένα ξύλινο έπιπλο. | There was a banker once... who decided he must have his iron safe disguised... to look like a wood cabinet. |
Κάπoτε ήταν ένας τραπεζίτης πoυ απoφάσισε... να μεταμφιέσει τo σιδερένιo τoυ χρηματoκιβώτιo... για να μoιάζει με ξύλινo ντoυλάπι. | There was a banker once... who decided he must have his iron safe disguised... to look like a wood cabinet. |
Ο Πασκουάλε είχε κάνει τον κλώνο αγνώριστο... τον είχε μεταμφιέσει σε βρομό-γερο. | Di Pasquale disguised the President that nobody would think twice about. |