Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μεταγλωττίζω (compile) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μεταγλωττίζω
μεταγλωττίζεις
μεταγλωττίζει
μεταγλωττίζουμε
μεταγλωττίζετε
μεταγλωττίζουν
Future tense
θα μεταγλωττίσω
θα μεταγλωττίσεις
θα μεταγλωττίσει
θα μεταγλωττίσουμε
θα μεταγλωττίσετε
θα μεταγλωττίσουν
Aorist past tense
μεταγλώττισα
μεταγλώττισες
μεταγλώττισε
μεταγλωττίσαμε
μεταγλωττίσατε
μεταγλώττισαν
Past cont. tense
μεταγλώττιζα
μεταγλώττιζες
μεταγλώττιζε
μεταγλωττίζαμε
μεταγλωττίζατε
μεταγλώττιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μεταγλώττιζε
μεταγλωττίζετε
Perfective imperative mood
μεταγλώττισε
μεταγλωττίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'compile':

None found.