Η ικανότητά σας να μεταβολίζετε την ακτινοβολία είναι μεγαλύτερη. | Your ability to metabolize that radiation is even stronger. |
Οι άνθρωποι μεταβολίζουν τις τοξίνες με διαφορετικούς ρυθμούς. | People can metabolize toxins at different rates. |
Οι διαβητικοί μεταβολίζουν οτιδήποτε καταναλώνουν διαφορετικά... | Diabetics metabolize everything they consume differently-- |
Σε χαμηλές θερμοκρασίες τα κύτταρα δεν χρειάζονται τόσο πολύ οξυγόνο, δεν μεταβολίζουν πολύ και τυπικά πέφτουν σε κάτι σαν χειμερία νάρκη. | When the temperature comes down, the cells don't need as much oxygen, they don't metabolize as much, and they essentially sort of go into slow-mo, hibernation-style. |