Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Μαχαιρώνω (cancel) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
μαχαιρώνω
μαχαιρώνεις
μαχαιρώνει
μαχαιρώνουμε
μαχαιρώνετε
μαχαιρώνουνε
Future tense
θα μαχαιρώσω
θα μαχαιρώσεις
θα μαχαιρώσει
θα μαχαιρώσουμε
θα μαχαιρώσετε
θα μαχαιρώσουνε
Aorist past tense
μαχαίρωσα
μαχαίρωσες
μαχαίρωσε
μαχαιρώσαμε
μαχαιρώσατε
μαχαίρωσαν
Past cont. tense
μαχαίρωνα
μαχαίρωνες
μαχαίρωνε
μαχαιρώναμε
μαχαιρώνατε
μαχαίρωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
μαχαίρωνε
μαχαιρώνετε
Perfective imperative mood
μαχαίρωσε
μαχαιρώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'cancel':

None found.