Αλλά δυστυχώς, και οι πιο μαγικές σχέσεις μαραίνονται μέσα στη τρομερή φτώχια. | But unfortunately, the most magical relationships will wilt in the midst of grinding poverty. |
Αλλά είναι ακριβώς codpieces για κύριοι των οποίων τα λουκάνικα έχουν αρχίσει να μαραίνονται. | But they're just codpieces for gentlemen whose sausages have started to wilt. |
Απ'ότι φαίνεται μαραίνονται οι αζαλέες. | Apparently it wilts the azaleas. |
Κρίγκερ μου, τα τριαντάφυλλα μου μαραίνονται. | My cherry blossoms are wilting. |
Λουλούδια και δέντρα μαραίνονται, ποτάμια στερεύουν! | Flowers wilt, trees wither, streams dry up. It ain't pretty. |
- Και μετά τον Γουέσλι όταν σήκωσε το όπλο του και ο δαίμονας κλόουν σου μαράθηκε από φόβο. | - And then Wesley... as he raised his weapon and your demon clown as he wilted in terror. |
'Ηταν σαν να μαράθηκαν απ'τη μια στιγμή ατην άλλη. | It was like they wilted all at once. - Mmm. - No gesture, nothing-- just together. |
Τα λουλούδια μαράθηκαν, οι σοκολάτες έλιωσαν. | The flowers have wilted. The chocolates have melted. |
Τα λουλούδια μου μαράθηκαν. | My flower's all wilted. |
Το υλικό μας έχει ήδη μαραθεί. | Our stash has already wilted. |