Κάνεις σα να λιμοκτονείς! | Acting like you was starved! |
Συνέχισε να λιμοκτονείς, Θα δεις αν με νοιάζει. | Go ahead and starve to death. See if I care. |
Τον δημιουργείς και μετά τον λιμοκτονείς, με αποτέλεσμα να γυρίσει εναντίον σου. | You created this thing and then you starved it, so it turned against you. |
Είναι επειδή έχεις νευρική ανορεξία και λιμοκτονείς. | - it's because you've starved your hunger nerve to death. |
Πρέπει να λιμοκτονείς. | You must be starved! You know what? |
Και αντ' αυτού, πρέπει να σε βλέπω να κάθεσαι υπερήφανα. Όπως ο Καθιστός Ταύρος σε νέα κουβέρτα, αναπνέοντας από τη μύτη ενώ και οι δύο λιμοκτονούμε. | And instead of that, I have to watch you stamping around proudly, like Sitting Bull in a new blanket, breathing through your nose while we both starve to death. |
Όσο οι τράπεζες δημιουργούν χρήμα, ευημερούμε. Αλλιώς, λιμοκτονούμε. | If the Banks create ample synthetic money, we are prosperous; if not, we starve. |
Δεν χάνουμε τον αυτοσεβασμό μας, ακόμα κι αν λιμοκτονούμε. | Though we may starve to death, we should never faiI to respect ourselves |
Έτσι, είναι δυνατό να αντληθούν τα οφέλη του θερμιδικού περιορισμού... να μειωθούν ασθένειες, καρκίνοι, όγκοι, και να αυξηθεί η μακροζωία χωρίς τις αρνητικές συνέπειες του να λιμοκτονούμε; | So, it's possible to reap the benefits of caloric restriction... reduce disease, cancers, tumours, and increase longevity without the adverse effects of having to starve ourselves? |
Πως γίνεται, ο ουρανός να μας αφήνει να λιμοκτονούμε έτσι; | How is it that heaven allows us to starve like this? |
Έχει φαγητό, κι αυτοί οι καλοί άνθρωποι λιμοκτονούν! | He has food! And these good men starve! |
Τους έχεις δει να λιμοκτονούν. | You've watched them starve. |
Αλλά το να αφήνεις εκατομμύρια να λιμοκτονούν, είναι λιγότερο φρικαλέο; | But letting millions starve, is that taking a less hideous risk? |
Οι αδύναμοι πάντα λιμοκτονούν. | The weak always starve! |
Ή λιμοκτονούν. | Or starve. |
Αν ζητήσεις ή προσπαθήσεις να αποδράσεις, θα λιμοκτονήσεις. | If you resist or attempt escape, you will starve to death. |
Αν δεν φας, θα λιμοκτονήσεις. | If you do not eat, you will starve. |
Αν δεν ενεργήσουμε σύντομα, ο Εσόχ θα λιμοκτονήσει. | Unless we act soon, Esoqq will starve. |
Αλλιώς αυτή η πόλη θα λιμοκτονήσει. | Otherwise, this town will starve. |
Πρέπει να τις ακολουθήσει, αλλιώς η οικογένειά της θα λιμοκτονήσει. | She must follow them or her family will starve. |
Η μισή πόλη θα λιμοκτονήσει όταν έρθει ο χειμώνας, το άλλο μισό θα μηχανορραφεί να σε ανατρέψει. | Half the city will starve when winter comes. The other half will plot to overthrow you. |
για να αποφασίζει ποία έθνη θα λαμβάνουν περαιτέρω δάνεια και ποία θα λιμοκτονήσουν. | It will decide which nations will be permitted to receive further loans and which nations will starve. |
Οι λύκοι θα λιμοκτονήσουν αν δε βρουν τα καριμπού. | The wolves will starve if they don't find the caribou. |
Αν το λιώσιμο σε ετήσια κλίμακα συνεχίσει να αυξάνεται περισσότερες αρκούδες θα λιμοκτονήσουν. | If the yearly increase in the scale of the melt continues, more bears will starve. |
Μα έχουμε περικυκλώσει το κάστρο του Λίνκολν και σύντομα θα λιμοκτονήσουν. | But we have surrounded Lincoln Castle, and shortly they will starve. |
T μου κάνει. Εγώ θα λιμοκτονήσουν τον εαυτό μου. | I will starve myself. |
Ενδιάμεσα σχεδόν λιμοκτόνησα! | In between I almost starved to dead! |
Μου σύρραψαν το στομάχι, λιμοκτόνησα για μήνες... και μετά ανταμείφθηκα με μια πλαστική μύτης, ψεύτικα στήθη... και κάνα-δυο άλλα πράγματα. | I had my stomach stapled and starved myself for months, and then rewarded myself with a nose job, fake breasts and a couple other things. So what? |
Δε μας λιμοκτόνησα όλους σχεδόν δύο χρόνια... μόνο και μόνο για να πεθάνει. | I haven't starved us all for the better part of two years... just so that he could die. |
- Γιατί δεν λιμοκτόνησες πρώτα; | - Why didn't you starve first? |
Αγνόησε τους κανόνες, λιμοκτόνησε μέχρι θανάτου ή ίσως αψήφησε την κακή τύχη και αγωνισου εναντίον των κακοτυχιών της ζωής. | Ignore the rules, starve to death or maybe defy bad fortune and battle against the adversities of life. |
Ο οργανισμός σου λιμοκτόνησε για τρεις βδομάδες. | Your body could only starve itself for three weeks. |
Η Βόρεια Κορέα ήταν άκαμπτη, ιεραρχική,με προοπτική ελέγχου, Σοβιετικού ύφους,με καθεστώς γραφειοκρατικό, όπου όλα προέρχονταν από την κεντρική κυβέρνηση, κατάφερναν τα πάντα, και η Βόρεια Κορέα λιμοκτόνησε. | North-Korea was a rigid, hierarchical, top-down, Sovjet style, bureaucratic regime, where everything came from the central goverment, they managed everything, and North-Korea starved. |
όταν έχυσες το αίμα σου και έγραψες τέλος στο πόλεμο, αυτό το κακό λιμοκτόνησε. | When you spilled your blood and wrote an ending to the war, you starved this evil. |
Η πόλη λιμοκτόνησε, μαράζωσε εντελώς. | The city starved, withered away. |