Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Λιθολογώ (hash) conjugation

Greek

Conjugation of λιθολογώ

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λιθολογώ
I hash
λιθολογείς
you hash
λιθολογεί
he/she hashes
λιθολογούμε
we hash
λιθολογείτε
you all hash
λιθολογούν
they hash
Future tense
θα λιθολογήσω
I will hash
θα λιθολογήσεις
you will hash
θα λιθολογήσει
he/she will hash
θα λιθολογήσουμε
we will hash
θα λιθολογήσετε
you all will hash
θα λιθολογήσουν
they will hash
Aorist past tense
λιθολόγησα
I hashed
λιθολόγησες
you hashed
λιθολόγησε
he/she hashed
λιθολογήσαμε
we hashed
λιθολογήσατε
you all hashed
λιθολόγησαν
they hashed
Past cont. tense
λιθολογούσα
I was hashing
λιθολογούσες
you were hashing
λιθολογούσε
he/she was hashing
λιθολογούσαμε
we were hashing
λιθολογούσατε
you all were hashing
λιθολογούσαν
they were hashing
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λιθολόγει
be hashing
λιθολογείτε
hash
Perfective imperative mood
λιθολόγησε
hash
λιθολογήστε
hash

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

ανθολογώ
anthologize

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'hash':

None found.