Έχει την επισκευή αυτοκινήτων, και... να λερώνεις τα δάχτυλά σου με γράσο, και να δίνεις όρκο αίματος με τ' αδέρφια σου μέχρι το τέλος. | I've never even changed the oil in my car... I can't fix this. I cannot believe you got this part over me. |
Μη λερώνεις τα φτερά σου. | Don't soil your feathers. |
Μου λερώνεις το μπλουζάκι, θα το κοιτάξουμε αφού σε "δαμάσουμε" | You're soiling my shirt. We'll worry about that after we've broken you. |
Πώς γίνεται και λερώνεις τα βρακιά σου; | Why do you soil your pants? |
Τη μια λερώνεις το χερούλι της πόρτας, την άλλη παίζεις με σκουπίδια. | Now you soil the door handle, now you plant some trash. |
"Τίποτα δε λερώνει καλύτερα τα σεντόνια από την τρέλα." | "nothing soils the sheets like crazy." |
Αυτή η σάπια πόλη... τους λερώνει όλους. | This rotten town. It soils everybody. |
Αυτούς που δεν μπορεί να διαφθείρει τους λερώνει. | Those it can't corrupt, it soils. |
Να θυμόμαστε το καταπληκτικό άρθρο στο περιοδικό... που μας θυμίζει ότι βρισκόμαστε σε ένα ευτυχισμένο σπιτικό δεν πρέπει να το λερώνουμε με συναισθηματικά σκουπίδια. | Bearing in mind that fabulous magazine article reminding us that we are in a happy home that we must not soil with emotional rubbish. |
"Δεν μπορούμε να το κατηγορήσουμε όταν" "λερώνετε από την γη" | We cannot blame the snow for being soiled by the Earth." |
Μην λερώνετε τα χέρια σας Πρίγκιπα. | Don't soil your hands, Prince |
- Ναι. όταν αρνήθηκα, έκανε σαν να του λέρωσα την τιμή της οικογένειας του. | - Yeah, when I turned him down, it's like I soiled his family honor or something. |
-Δεν λέρωσα το παντελόνι μου... ούτε το γράμμα όταν είχα χεστεί. | No, uh, I didn't get my pants wet, nor did I soil the letter when I soiled myself. |
Αν ήξερες πως να ντρέπεσαι που... βεβήλωσες το σώμα σου και λέρωσες την τιμή του σπιτιού, πως μπορείς να γυρνάς πίσω στο σπίτι; | You've defiled your body and soiled this household's honor with embarrassment. Knowing this, how could you have stepped foot back into this house? |
Εσύ το λέρωσες για πάντα. | Instead, you've soiled it forever. |
Η αναφορά έλεγε ότι λέρωσες τον εαυτό σου Γκιλ. | That report said you soiled yourself, Gil. |
Με λέρωσες με αίμα! | You've soiled me with blood! |
Έχω πληροφορίες ότι ο ίδιος ο Γκέιτς λέρωσε το αμάξι σου. | I have it on good authority that it was Gates, himself, who soiled your car. |
Ε, Πάτερ Ανατόλιε, κάποιος λέρωσε το χερούλι. | Hey, Father Anatoly, somebody has soiled the handle. |
Κάποιος από εσάς λέρωσε το όνομα των "Καθαρών Εφήβων"... και νομίζω ότι όλοι ξέρουμε ποιο είναι αυτό το πρόσωπο. | One of you has soiled the Clean Teen name. And I think we all know who that person is. |
Ο γιός σου επέμενε να βγάλω τα ρούχα μου μετά που τα λέρωσε. | Your son insisted I take off my clothes after he soiled them. |
Κε Γάβρε, λερώσατε την πίτσα μας με αυτά τα μικρά αποξηραμένα ψαράκια σας. | Mr. Anchovy, you have soiled our pizza with your small, dried fish. |
Τα φτωχικά μου ρούχα λέρωσαν το μπουρνούζι της Αυτοκράτειρας. | My shabby clothes have soiled the Empress' bathrobe |
"Να σκέφτεσαι θετικά και, μην αφήσεις την βρωμιά της καθημερινότητας να σε λερώσει." | "Keep high thoughts and don't let them get soiled by the grime of daily living." |