Εσύ λεηλατείς όλους τους νεκρούς Ρώσους. | - You loot every Russian corpse. |
Πατέρα, θυμάσαι τι συνήθιζες να λες, όταν ήμουν μικρό παιδί και σε ρωτούσα γιατί πάντα λεηλατούμε και κάνουμε πλιάτσικο; | Father, do you remember what you used to say when I was a boy and would ask you why we always loot and plunder? |
Και δεν μπορούμε πια να λεηλατούμε στην έρημο. | And we can't go on looting spree anymore, we're not in the desert. |
Τώρα τον λεηλατούν. | Now they're looting it. |
Ο μυστικός διάβολος κάθε ψυχής στον πλανήτη... όλοι ελεύθεροι μονομιάς, να λεηλατούν, να σακατεύουν... να εκδικούνται και να σκοτώνουν! | The secret devil of every soul on the planet... all set free at once to loot and maim... and take revenge and kill! |
Οι πολέμαρχοι μου θα καταστρέφουν, θα λεηλατούν και θα βάζουν φωτιές. | My warlords will rampage, loot and burn. |
- Νορμ, σκέψου να έρθουν εδώ. Σκέψου να αρχίσουν να καίνε και να λεηλατούν. | Suppose they start burning and looting. |
Καταστρέφουν τις σοδειές του, λεηλατούν τις αποθήκες μεταδίδουν ασθένειες και καταβροχθίζουν ακόμα και μικρά παιδιά. | They destroy his crops, they loot their storages they transmit diseases and they've even devoured small children. |
Λήστεψα και λεηλάτησα. | I've looted and plundered. |
Η Ομοσπονδία Πειρατών λεηλάτησε το πλοίο και άφησε το μήνυμα : | The Pirate Federation looted the vessel and left this message.: |
Θα σου υπενθυμίσω, Λεξ, ότι εσύ ήσουν αυτός που λεηλάτησε τα ερείπια της Αιγύπτου... για να βρει μια από αυτές τις πέτρες. | Let me remind you, Lex, it was you who looted the ruins of Egypt... to get your hands on one of those stones. |
Κατέστρεψε και λεηλάτησε την ιεραποστολή στο Μοντερέι τον απώθησαν στο Σαν Χουάν Καπιστράνο και τελικά άραξε στη Σάντα Μπάρμπαρα. Όπου μονομάχησε με μια μικρή ισπανική φρουρά και τους Ινδιάνους Σουμάς. | He ravaged and looted the mission in Monterrey, was repelled at san Juan Capistrano, and finally made land here, at Santa Barbara, where he did battle with a small Spanish garrison and the Chumash Indians. |
Αποδείχθηκε ότι ο Βάγκνερ λεηλάτησε και το δικό του αμοιβαίο κεφάλαιο. | Turns out Wagner looted his mutual fund too. |
Αφού λεηλάτησε τους Ινδούς ο Σιντάρτ Ντανρατζγκιρ λεηλατεί τώρα τους Ασιάτες. | After looting Indians.. ..Siddharth Dhanrajgir is now going to loot Asians. |
Μετά την Κατρίνα μας χτύπησε η Ρίτα και δεν λεηλατήσαμε, δεν παραπονεθήκαμε, δεν τρελαθήκαμε ούτε το βάλαμε στα πόδια όπως εσείς. | After Katrina we got hit with Rita and we didn't loot, Complain, go crazy or run away like y'all did. |
Ο αδελφός μου, ο Σερ Μπέντιβιρ, με είχε... σύρει μακριά από αυτούς τους χωρικούς,... που λεηλατούσαν τα σώματα των νεκρών ιπποτών μου. | My brother, Sir Bedivere, had pulled me away from these peasants who were looting the bodies of my fallen knights. |