Conjugation
Etymology
Blog
Get a Greek Tutor
Conjugation
Etymology
Blog
λασπιάζω
για φλόγα ή φως που φουντώνει
Conjugation
Details
Looking for learning resources?
Study with our courses!
Get a full Greek course →
Conjugation
of
λασπιάζω
Translation
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λασπιάζω
I για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζεις
you για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζει
he/she does για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζουμε
we για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζετε
you all για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζουν
they για φλόγα ή φως που φουντώνει
Future tense
θα λασπιάσω
I will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λασπιάσεις
you will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λασπιάσει
he/she will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λασπιάσουμε
we will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λασπιάσετε
you all will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λασπιάσουν
they will για φλόγα ή φως που φουντώνει
Aorist past tense
λάσπιασα
I γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιασες
you γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιασε
he/she γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάσαμε
we γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάσατε
you all γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιασαν
they γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
Past cont. tense
λάσπιαζα
I was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιαζες
you were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιαζε
he/she was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζαμε
we were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζατε
you all were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λάσπιαζαν
they were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λάσπιαζε
be γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάζετε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
Perfective imperative mood
λάσπιασε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λασπιάστε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
Further details about this page
LOCATION
Cooljugator
/
Greek
/
λασπιάζω
Back to Top