Greek
Afrikaans
Albanian
Arabic
Azeri
Basque
Catalan
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Faroese
Finnish verbs
Finnish adjectives
Finnish nouns
French
German
Hawaiian
Hebrew
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Macedonian
Malay
Maltese
Maori
Modern Greek
Norwegian
Persian
Polish
Portuguese
Quechua
Romanian
Russian verbs
Russian adjectives
Russian nouns
Spanish
Swedish
Thai
Turkish
Vietnamese
Speak any language with confidence
Take our quick quiz to start your journey to fluency today!
Get started
Search
Λαπαδιάζω (για φλόγα ή φως που φουντώνει) conjugation
Greek
Conjugation of λαπαδιάζω
Translation
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λαπαδιάζω
I για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζεις
you για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζει
he/she does για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζουμε
we για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζετε
you all για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζουν
they για φλόγα ή φως που φουντώνει
Future tense
θα λαπαδιάσω
I will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαπαδιάσεις
you will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαπαδιάσει
he/she will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαπαδιάσουμε
we will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαπαδιάσετε
you all will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαπαδιάσουν
they will για φλόγα ή φως που φουντώνει
Aorist past tense
λαπάδιασα
I γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιασες
you γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιασε
he/she γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάσαμε
we γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάσατε
you all γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιασαν
they γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
Past cont. tense
λαπάδιαζα
I was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιαζες
you were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιαζε
he/she was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζαμε
we were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζατε
you all were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπάδιαζαν
they were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λαπάδιαζε
be γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάζετε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
Perfective imperative mood
λαπάδιασε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαπαδιάστε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
More Greek verbs
Related
Not found
We have none.
Similar
Not found
We have none.
Similar but longer
λαμπαδιάζω
do
Random
κοπροσκυλιάζω
loaf
κωλοβαρώ
fart around
λαβώνω
injure
λαϊκίζω
do
λαναρίζω
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λανθάνω
be latent
λασπιάζω
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαφιάζω
για φλόγα ή φως που φουντώνει
ληστεύω
rob
λιγώνομαι
hash
Other Greek verbs with the meaning similar to 'για φλόγα ή φως που φουντώνει':
None found.