Λαναρίζω (για φλόγα ή φως που φουντώνει) conjugation

Greek

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
λαναρίζω
I για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζεις
you για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζει
he/she does για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζουμε
we για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζετε
you all για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζουν
they για φλόγα ή φως που φουντώνει
Future tense
θα λαναρίσω
I will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαναρίσεις
you will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαναρίσει
he/she will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαναρίσουμε
we will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαναρίσετε
you all will για φλόγα ή φως που φουντώνει
θα λαναρίσουν
they will για φλόγα ή φως που φουντώνει
Aorist past tense
λανάρισα
I γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάρισες
you γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάρισε
he/she γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίσαμε
we γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίσατε
you all γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάρισαν
they γιαed φλόγα ή φως που φουντώνει
Past cont. tense
λανάριζα
I was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάριζες
you were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάριζε
he/she was γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζαμε
we were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζατε
you all were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λανάριζαν
they were γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
λανάριζε
be γιαing φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίζετε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
Perfective imperative mood
λανάρισε
για φλόγα ή φως που φουντώνει
λαναρίστε
για φλόγα ή φως που φουντώνει

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

λαγαρίζω
fart around

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'για φλόγα ή φως που φουντώνει':

None found.
Learning Greek?

Receive top verbs, tips and our newsletter free!

Languages Interested In