Μου έρχεται ένα ρίγος από όλο αυτό το νερό, εσύ δεν κρυώνεις; | You know, I'm getting a little chilly by this water. |
Δεν έχουμε έλεγχο στους περισσότερους από αυτούς... όταν κρυώνουμε... ανατριχιάζουμε, όταν ενθουσιαζόμαστε... | We don't have control over most of them... when we get a chill-- goose bumps, |
Τα χέρια μου κρυώνουν. | My arms are chilly. |
Φέρε το κρασί και βάλτο στον πάγο. Βάλε 2 ποτήρια να κρυώνουν και πάρε ρεπό. | Get out the white wine and an ice bucket... chill two glasses and take the night off. |
Και τα δάχτυλά μου κρυώνουν κάπως τη νύχτα. | And my fingers get kind of chilly at night. |
Απλά... κρύωσα, αυτό μόνο. | Just...chilly, that's all. |
Να, ότι κρύωσες στους βάλτους, και ανέβασες πυρετό που μπορεί και να είναι.... | Well, how you got a chill out there on the marshes, and then developed a fever that turned out to be... |
Θα κρύωσες λιγάκι | You must have caught a chill |
Ε, τότε μάλλον θα κρύωσε και ξανασκεπάστηκε. | He must have got chilly and pulled the dirt back over. |
Λέγαμε τα κάλαντα στην πόλη και κρυώσαμε λίγο. | We were caroling around town and we got chilly. |