Δεν είναι η θέση μου να κριτικάρω, αλλά γιατί στο καλό το κανες αυτό; | It's not my place to criticize, but why the hell you just did that? |
Έχω το δικαίωμα να την κριτικάρω... | I have the right to criticize it-- |
Νομίζουν πως αν κριτικάρεις το κράτος, είσαι ήδη ... | They think that if you criticize the state, you're already, what do l know ... |
Δεύτερον... γιατί τον κριτικάρεις; Νομίζεις ότι είναι σωστό; | Second... why criticize him? |
Ξέρεις πόσο σκληρά δουλεύω όλη μέρα κι εσύ με κριτικάρεις. | You know how hard I work all day, and yet you criticize me. |
Ποιο είναι λοιπόν το τελευταίο άτομο που κριτικάρεις για εμάς; | So who's the last person you'll criticize for us? |
Αυτό θα σε μάθει, να κριτικάρεις τις ηδονές μου. | This may teach you to criticize my pleasures. |
- Ας μην κριτικάρουμε τους γονείς της. | Let's not criticize her parents. |
Κάνουμε εικασίες, κριτικάρουμε, συζητούμε, υπολογίζουμε, συλλογιζόμαστε και αναρωτιόμαστε. | We speculate, criticize, argue, calculate, reflect and wonder. |
Το μυστικό του ευτυχισμένου γάμου είναι να μην κριτικάρουμε ο ένας τον άλλον. | I just don't think the secret to a happy marriage is going out of our way to criticize each other. |
Δεν είναι για μας να κριτικάρουμε τον Πλοιάρχο... έτσι θα σκεφτεί και το δικαστήριο. | It's not for us to criticize the captain... so the court will think. |
Το τελευταίο πράγμα που θέλουμε να κάνουμε είναι να το κριτικάρουμε ή να το κάνουμε να νιώσει διαφορετικό... Μονο επειδη γεννηθηκε με τρομερες παραμορφώσεις. | The last thing that we want to do is criticize it or make it feel different... just because it was born with horrible deformities. |
Γιατί με κριτικάρετε; | Why do you all criticize me? |
Είναι ενδιαφέρον το ότι με κριτικάρουν επειδή ακούω τα προβλήματα των άλλων ενώ εσείς βγάζετε λεφτά απ' αυτό. | Although I do find it interesting that I get criticized for listening to people's problems, when all you do is get rich from it. |
Και στους δικούς μου γονείς αρέσει να με κριτικάρουν. | My parents like to criticize me too. |
Δεν θα τους αφήσω να σε κριτικάρουν. | I won't let them criticize you for it. |
Να φροντίσω να προετοιμαστώ ψυχολο- γικά, ξέρεις, που θα με κομματιάσουν, και κριτικάρουν ένα ζευγάρι επικριτών σνομπιστών όπως οι γονείς σου, που νομίζουν ότι είναι καλύτεροι από τον καθένα. | You know, and I'm gonna set myself up to be, you know, ripped apart and criticized-- thank yo u- by a couple of judgmental, elitist snobs like your parents, who think they're better than everyone else. So w-wait, you've met them? |
Οι αντιδραστικοί δεν πρέπει να κριτικάρουν τις δημοκρατικές φυλακές. | Reactionaries mustn't criticize democratic prisons |
Το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι θα κριτικάρουν αν το μάθουν | The trouble is that some people will criticize if they know |