Δεν κραυγάζεις, Ιησού. | You make no outcry, Joshua. |
Εδωπέρα, δεν είναι δύσκολο να βρεις ανθρώπους με το να κραυγάζεις για να γίνουν ένα antojito, ή ένα μεγάλο γεύμα. | Around here, it's not hard to find people who cry out to become a little antojito, or big meal. |
Προτιμάς καλύτερα να μείνεις σιωπηλός... από το να του δώσεις την ικανοποίηση να σε δει να κραυγάζεις από τον πόνο. | You would rather stay silent... than give him the satisfaction of seeing you cry out in pain. |
(Στεναγμοί και κραυγάζει) | (Groans and cries out) |
Γεύτηκα τη ζωή μέχρι το μεδούλι... κι ακόμη η ψυχή μου κραυγάζει... ναι, κραυγάζει βασανισμένη από την πείνα "κι άλλο!" "Κι άλλο!" | I've tasted life to the fullest... and still my soul cries out... in this hungry, tortured, wrecked quest, "More!" |
Επειδή πιστεύω ότι αυτή η δολοφονία κραυγάζει για δικαιοσύνη. | Because I think this murder cries out for justice. |
Μια κοπέλα κραυγάζει ατέρμονα κι ό,τι κι αν κάνω, εγώ την ακούω. | A girl cries nonstop and whatever I do, I keep listening. |
Μια ψυχή που κραυγάζει και ονειρεύεται και δεν αντέχει αυτόν τον κόσμο του τρόμου, της αθλιότητας και του πόνου! | A soul that cries out and dreams and can't stand this world of terror, wretchedness and pain! |
Κάνετε μασάζ ο ένας στον άλλο, και ακούτε απαίσια Ινδιάνικη μουσική ... και κραυγάζετε με έκσταση. | You give each other massages and listen to crappy Indian music... and cry out in ecstasy. |
Μπορείτε να φωνάξετε, ή κραυγάζετε | You can cry, or scream... |
Όλοι αυτοί οι θαυμαστές του Πίνκι Μπένσον να ουρλιάζουν, να κραυγάζουν, να κλαίνε... | All those Pinky Benson fans screaming, yelling, crying... |
Οι πιστοί κραυγάζουν και ο Θεός τους ακούει. | The righteous cry out, and the Lord hears them. |
Οι πιστοί κραυγάζουν και ο Θεός τους ακούει | The righteous cry out. And the Lord hears them. |
Απλώς κραύγασα. | I simply cried out. |
"Ποιος σου το είπε αυτό;" ο Achab κραύγασε. | "Who told you that?" Achab cried. |
"Πρέπει να την αποκτήσω", κραύγασε. | 'l must possess her,' he cried. " |
- Και η αρκούδα κραύγασε στον αετό... | - And bear cried to eagle... |
Αυτός είναι, κραύγασε ο Χέφνερ, δείχνοντας τον Σάλας. | "'That's the one,' cried Heffner, pointing at Salas. |
Κι αφού είπε αυτά, κραύγασε... | And when he had said this, he cried out in a loud voice, "Lazarus, come forth." |
Οι ψαραετοί κραύγασαν από την αμμώδη πλευρά του ποταμού. | The ospreys cried from the sandy river side |
Ριχτείτε με την ψυχή σας όλοι και κραυγάστε, | Follow your spirit, and upon this charge, cry, "God for Harry, |