Γι'αυτό δεν κουτσομπολεύω ποτέ. | - That's why I try not to gossip. It's ugly. |
Δεν μου αρέσει να κουτσομπολεύω αλλά νομίζω ότι έρχεται για να σε πυροβολήσει. | I don't like to gossip, but I think she's going to shoot you. |
Κοιτά, υποτίθεται ότι δεν πρέπει να κουτσομπολεύω. | Look, I'm not supposed to gossip. |
Λατρεύω να κουτσομπολεύω. | I love to gossip. |
Ξέρεις ότι εγώ δεν κουτσομπολεύω, αλλά ανησυχώ για την Τζούλια. | You know I'm not one to gossip, but... but I'm upset about Julia. |
'Ισως ν' αποφασίσεις να κουτσομπολεύεις λιγότερο. | Maybe your resolution should be to gossip less. |
- Μην κάθεσαι να κουτσομπολεύεις. | Don't just stand there gossiping. |
- Ναι, κουτσομπολεύεις συνέχεια. | - Yeah, you gossip all the time. |
Όπαλ, δεν θα έπρεπε να κουτσομπολεύεις. | Opal, you shouldn't repeat idle gossip. |
Όχι, εσύ όμως πρέπει να κουτσομπολεύεις και να μοιράζεις φαγητα και να κάνεις τους άλλους να έχουν ενοχές. | No, you have to gossip and give out food - and make people feel guilty. |
Όποιον κουτσομπολεύει για μένα, θα βάλω τον αρραβωνιαστικό μου να τον δείρει. | I don't know you. Anyone who gossips about me... I'll get my fiancé to beat him up. |
Αλλά πάνω απ 'όλα, έναν άντρα που σκέφτεται ότι οι 'Aγγλοι αξιωματικοί είναι ένα μάτσο ηλίθιοι και να κουτσομπολεύει. | But above all... a man who thinks English officers a bunch of idiots and can be relied on... to gossips |
Η Κάθι κουτσομπολεύει τα πάντα. | Well, Kathy gossips about everything. |
Και αυτός που κουτσομπολεύει θα κυνηγά Καιόβα το πρωί. | And he who gossips will be out chasing Kiowas in the morning. |
Κι αυτός κουτσομπολεύει όσι δεν είναι ακριβώς έτσι | He gossips! No. No. |
΄Οταν δείχνουμε ένα ακίνητο, ας μην κουτσομπολεύουμε. | I hardly see how gossip is germane to showing the property. |
Αλλά πρέπει να με καλέσεις σπίτι σου σύντομα Shashi... να κάτσουμε να κουτσομπολεύουμε αυτά τα σιαμαία δίδυμα | But you must invite me home soon Shashi... then you and I can sit and gossip about these Siamese twins. |
Δεν κουτσομπολεύουμε, εδώ. | We don't gossip here. |
Δεν κουτσομπολεύουμε. Το λένε και οι γραφές. | Thou shall not gossip, or however the saying goes... |
Κάνουμε ό,τι κάνουμε μετά κουτσομπολεύουμε γι'αυτό. | All l'm saying is people are people. We do what we do... ...andthenwegossipabout it. |
- Για τι κουτσομπολεύετε; | What are you two gossiping about? |
- Τι κουτσομπολεύετε εσείς οι δύο; | What are you two gossiping about over here? Nothing, mama. |
-Να μη σας ξαναπιάσω λοιπόν να κουτσομπολεύετε. | - So don't let me catch you gossiping again. |
Όλο κουτσομπολεύετε. | You're terribly gossipy. |
Δεν ντρέπεστε να κουτσομπολεύετε πίσω από την πλάτη μου; | But you're not shy about gossiping behind my back, are you? |
# Γιατί οι γείτονες κουτσομπολεύουν όλη μέρα πίσω από τις πόρτες τους | Why do the neighbors gossip all day behind their doors |
'Ολοι ξέρουμε ότι οι αστυνομικοί κουτσομπολεύουν. | You know, everybody knows that cops corner the market on gossip, Frank. |
'σε που βγαίνεις στα ΜΜΕ και σε κουτσομπολεύουν. | And excessive media appearances and gossip. |
- Δεν κουτσομπολεύουν έτσι οι γείτονες. | Well, that's not your normal neighborly gossip. |
- Ναι. Οι άνθρωποι εδώ κουτσομπολεύουν. | People gossip on this side, |
Μόλις κουτσομπόλεψες. | Uh, you just gossiped. |
Κοίτα, κουτσομπόλεψε. Είναι φανταστικό. | - Well, she's gossiped, it's fantastic. |
Μια γυναίκα κουτσομπόλευε με έναν φίλο για έναν άνδρα που μετά βίας ήξερε | A woman was gossiping with a friend about a man she hardly knew-- |
Ίσως επειδή κουτσομπολεύαμε. | Maybe she was praying because we were gossiping. |
- Γιατί αν το κάνετε, η Κέλυ κι εγώ θα πρέπει να περάσουμε το διήμερο κουτσομπολεύοντας εσένα και τον Ντύλαν. | No. 'Cause if you do, Kelly and l are gonna have to spend the weekend gossiping about you and Dylan. |
Είσαι η χωριατοπούλα που περνάει τις μέρες της κουτσομπολεύοντας σε μια καφετέρια; | Are you a small-town girl content to spend her days gossiping in a coffee shop with her friends? |
Και εκείνη θα περάσει το χρόνο της κουτσομπολεύοντας. | And she'll spend her time gossiping. |
Και στο σχολείο, όσο εσύ τριγυρίζεις κουτσομπολεύοντας... διαχειρίζομαι λέσχες, κάνω αθλήματα, οργανώνω συνεδριάσεις... | I take morning classes to keep my grades up! And then at school, while you sit around gossiping... I manage clubs, practice spans, hold conferences... |
Κυρίες μου, δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε... από το να κάθεστε εδώ χαχανίζοντας και κουτσομπολεύοντας... | If you ladies got nothing better to do... than sit there gossiping' and snickering'-- |