Για να είμαι σαφής, θα'πρεπε να σε κοροϊδεύω. | Just so I'm clear, I should feel free to mock you. |
Καταρχάς, δε χρειάζομαι την άδειά σου για να σε κοροϊδεύω. Αλλά άφησες μια γκόμενα να σε πείσει να τρυπήσεις το αφτί σου; | First of all, I don't need permission to mock you... but more importantly, you let some broad talk you into piercing your ear? |
"Ντένι Κρέιν." Μπορείς να με κοροϊδεύεις όσο θες, μα μη γελοιοποιήσεις την εταιρεία. | Feel free to mock me all you want, but don't you dare ridicule our troops. |
"Προσευχήσου να μην με κοροϊδεύεις. | "Pray do not mock me. |
- Όχι όχι, μην τον κοροϊδεύεις. | - No. No, don't mock him. |
- Γιατί αν ήταν... - Νομίζω ότι με κοροϊδεύεις. | I think you're mocking me. |
- Θα μας κοροϊδεύει. | - His every breath mocks us. |
-Ακόμη και αν ολόκληρο το σύμπαν μας κοροϊδεύει! | -Even if the whole universe mocks us. |
Ένας κούκος σε κάθε δέντρο κοροϊδεύει τους έγγαμους άνδρες. | A cuckoo then on every tree mocks married men. |
Ακόμη και αν όλος ο κόσμος μας κοροϊδεύει, είμαστε εντάξει, αν γελάσεις εσύ. | Even if the whole world mocks us, we're alright if you laugh. |
- Δεν κοροϊδεύουμε. | We're not mocking. |
Όχι, νομίζω το να σε κοροϊδεύουμε έχει πιο πολύ πλάκα. | Nope, I think mocking you is more fun. |
Δε χρειάζεται να κοροϊδεύουμε μια "άγονη μυρτιά". | We do not mock infertile myrtle. |
Δεν θα μας δώσουν το ντιμπέιτ, αν κοροϊδεύουμε τους υποψηφίους τους. | We're not going to get the debate if we're mocking their candidates. |
(Μη με κοροϊδεύετε, πάτερ μου.) | Don't mock me, Friar. |
- "Δεν θα με κοροϊδεύετε. " | "I will not be mocked." |
- Kύριε, με κοροϊδεύετε; | - Sir, do you mock me? |
- Δεν θα με κοροϊδεύετε, κύριε! | - You will not mock me, sir! |
'σε που έχω παραισθήσεις, γιατί νομίζω ότι οι δικέφαλοί σου με κοροϊδεύουν. | Plus, I think I'm hallucinating because I'm pretty sure I just heard your biceps mocking me. |
- Όχι, θέλει. Αλλά οι χωρικοί... σε κοροϊδεύουν. | But the villagers-- they mocked you. |
- Γιατί με κοροϊδεύουν στα γενέθλιά μου; | Why am I being mocked on my birthday? Because that's the Gilmore way. |
- Είναι σαν να σας κοροϊδεύουν. | It's like they're mocking you. Preach! |
Και εγώ ζητώ συγνώμη που... κορόιδεψα τις κάρτες σας... με τα πικρόχολα σχόλιά μου... στα παιδιά εδώ. | And I-I'm sorry that I mocked your cards with my snide comments to the people here... |
- Σου ανοίχτηκα και με κορόιδεψες. | - I opened up to you and you mocked me. |
Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Δεν είδα και πολύ τη φιλία μας όταν κορόιδεψες τη διαφήμισή μου μπροστά στους πελάτες σήμερα. | You know,I wasn't feelingthe love today when you mocked my campaigning front of the clients. |
Θα έρθει η μέρα που θα μετανιώσεις που μας κορόιδεψες με το μεγάλο σου σπαθί και τα υπνωτικά μπλέ σου μάτια. | You'll rue the day you mocked us with your huge sword and hypnotic blue eyes! |
Μας κορόιδεψες! | You mocked us, sir! |
Kαι στο επόμενο Γκραν Πρι του Σαν Μαρίνο, στην πόλη του, κορόιδεψε με ένα ειδικά σχεδιασμένο κράνος το χαζό του λάθος στην Ινδιανάπολη... μαζί με τον πανηγυρισμό μιας νίκης. | At the next Grand Prix in San Marino, his home race, he mocked his stupid-ass mistake at Indy with a special helmet design and a victory celebration to go with it. |
Αυτός ο ασθενής μόλις με κορόιδεψε. | - He just mocked me. |
Κάποιος την έκλεψε και μας κορόιδεψε. | Someone stole it and mocked us in the process. |
Με κορόιδεψε για τα γκρίζα μου μαλλιά. | He mocked me and my gray hair. |
Θα το κάνουμε αλλά δεν θα το πούμε στους άλλους γιατί μας κορόιδεψαν. | We'll shush him real quick. But we won't tell Dennis and Charlie, 'cause they mocked us. |
Και για όσους με κορόιδεψαν όταν παρομοίωσα αυτό το άκαρδο κτήνος με ένα αιμοδιψή βρυκόλακα ... | And for those who mocked me when I compared this heartless beast a to bloodthirsty vampire ... |
Και πάλι, κανείς δεν πρέπει να κοροϊδευτεί επειδή τον κορόιδεψαν στα κοροϊδυτήρια. | Still, no one deserves to be mocked for being mock-locked in a mock locker. |
Μας κορόιδεψαν τις φόρμες με φουσκάλες. | They mocked us when we wore bubble-wrap jumpsuits. |
Έγινα αυτό που κορόιδευα. | I became the very thing I was mocking. |
Νόμιζε ότι τον κορόιδευα. | He thought I was mocking him. |
Σε κορόιδευα. | I was mocking. |
Κάθε μέρα, σε αγαπούσα περισσότερο, αλλά με κορόιδευες. | I wasn't... Every day that I grew more and more to love you, you were mocking me. |
Με κορόιδευες για το σάκο μου σήμερα. | You were mocking my backpack today. |
'κουγα φωνές, κάποιος μιλούσε για κουνέλια, άλλος με κορόιδευε για τον πατέρα μου. | There were voices, there were a few voices, one was talking about rabbits, one was mocking me about my dad. |
Ήταν σαν το μπάντζο να με κορόιδευε. | It was like the banjo was mocking me. |
Η 'μπυ τους κορόιδευε όλους. | Abby was mocking everyone. |
Με κορόιδευε. | He was mocking me. |
Φοβόταν ακόμα και να γελάσει όταν οι άλλοι άντρες κορόιδευαν του αξιωματικούς πίσω από τις πλάτες τους. | He was too scared to even snicker when the other men were mocking the officers behind their backs. |
- Καλά... κοροϊδέψτε. | Mock, mock, mock. |
Αν θέλετε να κοροϊδέψετε κάποιον, κοροϊδέψτε εμένα. | If you need to mock somebody, mock me. |
Αν τελειώσατε όλοι να παίζετε "κοροϊδέψτε την χαζή τεχνολογία", μπορούμε να ξεκινήσουμε την ολονυχτία Halo; | If we're all through playing "mock the flawed technology," can we get on with Halo night? |
Εντάξει, κοροϊδέψτε, το αντέχω! | All right, bring the mockery, fine, I can take it. |
Δεν θυμάμαι αν σε έχω κοροϊδέψει ακόμα που είσαι άντρας νοσοκόμος. | Sorry, can't remember if I've mocked you yet for being a male nurse. |
Με έχουν κοροϊδέψει πολλές φορές... | I've been mocked many, many times before. |
"'κουσέ με Κλ-Κλ-Κλαύδιε, " απάντησε κοροϊδεύοντας το τραύλισμά μου. | "Hear me Cl-Cl-Claudius, " she answered mocking my stammer. |
Ήταν κοροϊδεύοντας την εκκλησία. | It was mocking the church. |
Αρχικά, θα αρπάξουμε την προσοχή του κοινού κοροϊδεύοντας δικηγόρους, όπως η "ΜακΛο". | First, we'll grab the audience's attention by mocking lawyers like McLaw. |
Εξάλλου, εσύ και ο Ίλαι θα περάσετε ωραία κοροϊδεύοντας με. | Besides, you and Eli are gonna have a ball mocking me. |