"Δε χρειάζεται να κοκκινίζεις όταν δέχεσαι τη φλόγα του. " | "You need not blush when you accept his flame." |
"Μπορείς να γελάς, να γελάς έτσι ακριβώς και να κοκκινίζεις δειλά." | "May you always laugh like this, and blush shyly" |
# Γλυκό είναι το να κοκκινίζεις το Μάη | Sweet is the blush of May |
'Οπως κοκκινίζεις τώρα. | E h, you know I saw you, you even blushed, yeah. |
'κου πως έχει, Τζον Σνόου. Εφόσον θα είναι ο δικός σου λόγος, ενάντια στο δικό μου, και εφόσον δεν μπορείς να μιλάς γι' αυτό χωρίς να κοκκινίζεις... τουλάχιστον ας το κάνουμε. | ( normal voice ) I'll tell you what, Jon Snow, since it's going to be your word against mine, and since you can't talk about it without blushing, we may as well just. |
"Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που κοκκινίζει. Ή που θα έπρεπε να το κάνει." | "Man is the only animal that blushes... or needs to." |
- Ο ήρωας του ναυτικού που κοκκινίζει. | - Naval hero blushes. |
-"Ο άνδρας είναι το μόνο ζώο..." -"Που κοκκινίζει | -"Man is the only animal--" -"--that blushes... |
Όποτε τηλεφωνεί, κοκκινίζει. Δεν το είπα ποτέ, αυτό. Ναι! | when ever she calls he just blushes i never said that! |
Όπως ο Anwar κοκκινίζει στην θέα σου! | Like Anwar blushes at seeing you! |
- Oh, έλω τώρα Μας κάνετε και κοκκινίζουμε | You're makin' us blush. Everybody saw how that Screaming Death turned tail and ran as soon as Hookfang and I showed up, right? |
Δε θα έπρεπε να κοκκινίζουμε, είμαι σίγουρη πως δε θα έπρεπε. | We shouldn't blush, I'm sure we shouldn't. |
Θα κοκκινίζουμε κάθε φορά... και θα είμαστε ευτυχισμένη κάθε φορά... | We'll go a blush at a time A happy flush at a time |
Δεν ήξερα ότι 4 μαύροι σας κάνουν να κοκκινίζετε. | Oh, forgive me. I didn't realize... that four black guys in a bobsled could make you blush. |
Είστε υπέροχη, Ζορζέτ, όταν κοκκινίζετε. | You're gorgeous when you blush. |
Και μην κοκκινίζετε. | And don't blush. |
Μην κοκκινίζετε, είναι το έθιμο. | And stop blushing. |
Μην κοκκινίζετε. | Don't blush. |
- Οι μαύροι κοκκινίζουν. | - Blacks blush. |
Όλα τα κορίτσια φαίνονται καλύτερα όταν κοκκινίζουν. | All girls look better with blush. |
Όσο πιο πολύ κοκκινίζουν τόσο πιο επιθυμητά γίνονται. | Now the more they blush the more desirable they become. |
Όταν τα κορίτσια τα λαμβάνουν κοκκινίζουν , και οι καρδιές τους διογκώνονται με υπερηφάνεια. | When the girls receive them they blush, and their hearts swell with pride. |
Αλλά οι υπηρεσίες μου τις κάνουν όλες να κοκκινίζουν. | Yet the services I provide will put a blush back on anyone's cheek. |
Εγώ κοκκίνισα, θυμάσαι; | And I blushed. Remember? |
Θυμάμαι να κοκκίνισα μέχρι τα αυτιά. | I remember I blushed crimson red. |
Σκέψου ότι κοκκίνισα. | I actually...blushed. Can you imagine? |
- Κι εσύ κοκκίνισες. | - And you blushed." |
Και εσύ κοκκίνισες όταν χόρευες στην αγκαλιά του. | And you know, you blushed in his arms when you were dancing just now. |
-Το μάγουλό του κοκκίνισε. | -He blushed. |
Είσαι αυτή που κοκκίνισε όταν σε είπε δαμαλίδα. | You're the one who blushed when he called you a heifer. |
Και κοκκίνισε απόψε όταν ήμασταν μόνοι στην κρεβατοκάμαρα. | And he blushed tonight when we were alone in the bedroom. |
Κι εγώ, κοκκινίζοντας αθέατη, χαρά- μιζα την ομορφιά μου στην ερημιά. | There I was, blushing unseen, wasting my sweetness on the desert air. |
Τόσες φορές έχω κοκκινίσει για λογαριασμό του, που το συνήθισα πια. | I've so often blushed to acknowledge him that now I am brazed to it. |
όταν ο πατέρας μίλησε για γάμο σε αυτόν, είχε κοκκινίσει πάρα πολύ. | when Papa spoke about marriage to him, he had blushed crimson |