Όχι. Επειδή καθώς ο κυρίαρχος κλιμακώνει τη συμπεριφορά του αυξάνεται η ενοχή που νιώθει ο υποτακτικός, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ τους. | No, because as the dominant escalates his or her behaviour, it increases the guilt felt by the submissive. |
Πράγμα που κλιμακώνει αυτόματα τον πόλεμο του εμπορίου. | Which automatically escalates the trade war. |
Η βία κλιμακώνετε, βγαίνει εκτός έλεγχου. | The violence escalates, it spirals out of control. |
Ξεκίνησε ελαφριά, και στη συνέχεια το κλιμάκωσε, μέχρι που δολοφόνησε τους περισσότερους μαθητές του λυκείου. | He started small, and then it escalated, till he murdered most of his high school class. |
Φερθήκατε σαν σε εγκληματία... κάτι που κλιμάκωσε τη διαμάχη με τη γειτόνισσα. | You treated him like a criminal, which escalated the dispute with the neighbor. –She felt she could attack him. |
Εσείς, κύριε κλιμακώσατε αυτήν την κατάσταση. | You, sir, have escalated this situation. You and your band of rebels. |
Ο Κούπερ και η παρέα του κλιμάκωσαν την κατάσταση με "μάχη". | Cooper's Dell has escalated into a firefight. |
Χάνοντας μία βάση μετά την άλλη στις στρατιωτικές επιθέσεις, οι μαχητές της ελευθερίας κλιμάκωσαν τις προσπάθειές τους και έγιναν όλο και περισσότερο ριζοσπαστική στην τακτική τους. | Losing one base after another to the military's onslaught the freedom fighters escalated their efforts and became more and more radical in their tactics. |
Μέσα από την εγκληματικότητα στους δρόμους κλιμακώνοντας τον πόλεμο στα σύνορα. | Between uncontrolled crime in the streets... And escalating war in the borders... |
Η εταιρία έχει κλιμακώσει την καταστολή για να εμποδίσει γενική κινητοποίηση. | The company has escalated the repressions to stop the uprising. |