Είχε να με πονέσει τόσο πολύ το χέρι μου, από τότε που ήμουν 13 χρόνων, και ανακάλυψα πως να κλειδώνω το μπάνιο. | My arm hasn't been this sore since I was 13 years old and figured out how to lock a bathroom. |
Και έτσι έπρεπε να την κλειδώνω, πάνω στη σοφίτα. | And so I had to lock her up in the attic. |
Μετά από αυτό, άρχισα να κλειδώνω την πόρτα. | I started to lock the door after that. |
Μου έδωσε τα κλειδιά για να κλειδώνω μετά τη δουλειά και τα χρησιμοποιήσαμε για να μπούμε μέσα. | He gave me the keys to lock up after work and we used those to get in. |
- Για φαντάσου, να κλειδώνεις το παιδί σου. | - Imagine, locking the kid in. |
- Γιατί δεν κλειδώνεις την πόρτα σου; | -Why don't you lock your door? |
- Γιατί κλειδώνεις την πόρτα; | - Why are you locking the door? |
- Γιατί συνεχίζεις να με κλειδώνεις μέσα; | - Why do you keep locking me in? |
"Αγαπητή μου φίλη, η καμαριέρα μου με κλειδώνει στο δωμάτιό." | "My dear friend, my maid locks me in my bedroom." |
"κλειδώνει" το βλέμμα του σε οτιδήποτε δεν θα ήθελε να χτυπήσει. | His target locks on the very thing he doesn't want to hit. |
'Ομως... την άλλη μέρα που έρχονται οι φίλοι του, κλειδώνει το σκυλί... επειδή ντρέπεται. | But... the next day when his friends come around, he locks up the dog. Why? 'Cause he's embarrassed. |
- Έχεις ντουλάπα που κλειδώνει; - Ναι. | Do you have a closet that locks? |
"Πρέπει να μετράμε τα γένια μας με το χάρακα, και να κλειδώνουμε τις γυναίκες μας στο ντουλάπι". | 'We must measure our beard with a ruler and lock our wives in cupboard! ' |
- Ή να μην κλειδώνουμε την εξώπορτα. | Neither was forgetting to lock the front door. |
- Όπως όταν κλειδώνουμε μια Ανωμαλία. | - Like when you lock an anomaly? |
- Από εκεί που είμαι,κλειδώνουμε. | - Where I come from, they pick locks. |
'Όροφος τράπεζας κλειδώνετε' | 'Banking floor locking down.' |
'Χώρος καταθέσεων κλειδώνετε. | 'Deposit booth locking. |
- Δεν κλειδώνετε ποτέ στο Γουαϊόμινγκ; | You Wyoming people and your unlocked doors. |
- Δεν με κλειδώνετε σε κανένα κελί εμένα. | - Nobody locking' me up in no cell! |
"Τα πόδια που κλειδώνουν τα μάτια μου ζουμάρουν" | # My feet stay locked and my eyes are zooming # |
- Αλλά σύμφωνα με τη νομοθεσία οι ενοικιαστές δικαιούνται να κλειδώνουν την πόρτα. | - But... the law comes down to the guy or guys who pay the rent have a right to a locked door. |
- Δεν κλειδώνουν σ' αυτή τη γειτονιά; | - Don't people around here lock doors? |
- Εδώ δεν κλειδώνουν τίποτα. | - Folks in the country never lock things. |
"Την κλείδωσα μέσα". | "I locked her up." |
'Ολοι τους πέθαναν κι εσύ είπες ότι εγώ σας κλείδωσα! | Everyone is dead, and you told them that I locked you in! |
- Έπρεπε να είχες κλειδώσει την πόρτα. - Την κλείδωσα. | -We wouldn't be doing this if you'd locked-- -l did lock the door. |
- Γιατί είμαι σίγουρη ότι την κλείδωσα. - Αυτό ακούγεται λάθος. | Because I know for a fact that I locked it. |
- Γιατί κλείδωσες την πόρτα; | - Why is your door locked? |
- Γιατί τον κλείδωσες στο μπάνιο; | Is that why you locked him in the men's room? |
- Γουίλ, γιατί κλείδωσες την πόρτα μας; | Will, why is our door locked? |
"Η Λάβελ, η οποία, σύμφωνα με τον φίλο της," "απήχθη κάποια στιγμή μετά τις 1:00 το πρωί" "αφού ο απαγωγέας της τον κλείδωσε στο μπάνιο... " | Lovel, who, according to her boyfriend, was snatched sometime after 1:00 in the morning after her abductor locked him in the bathroom... |
"Η Φιντάλμα, η κακομοίρα κλείδωσε τη Μαριάνα έξω απ' την κουζίνα"! | "Fidalma, poor as a church mouse, locked Marianne right out of her house"! |
"Τρίτον, πέρυσι η Σου Συλβέστερ κλείδωσε επτά Τσίριος σε σκυλομεταφορέα, για να μάθουν πού κάνουν τα κακά τους". | "Number three." Last year Sue Sylvester locked seven Cheerios! In a... |
#Αλλά κλείδωσε την πόρτα και πέταξε το κλειδί μακριά# | But he locked the door And threw away the key |
'κουσέ με. Ο μόνος λόγος που δεν σε κλειδώσαμε μέσα είναι για τα ΜΜΕ. | The only reason you're not locked up right now is because it'd be bad press. |
- Toυς κλειδώσαμε πίσω. | - They're locked up in the back. |
- Εντάξει, κλειδώσαμε όλα τα παράθυρα. | - Okay, we locked all the windows. |
- Μόλις κλειδώσαμε. | - Um, we just locked up. |
- Απλά το κλειδώσατε με το πτώμα. | Just locked him in with the body? |
- Γιατί κλειδώσατε; | Why is this door locked? - Come on! Hey! |
- Με κλειδώσατε σε έναν λάκκο... | - I have been locked in a pit... |
- Τον κλειδώσατε μέσα; | - You locked him in? |
"Έχετε γλιστρήσει μέσα από τρύπες και σκαρφαλώσατε πάνω από φράχτες, απελευθερώνοντας τις πληροφορίες που κλείδωσαν οι εκδότες και τις μοιραστήκατε με τους φίλους σας." | "You have been sneaking through holes and climbing over fences, liberating the information locked up by the publishers and sharing them with your friends." |
'κουσα ότι κλείδωσαν τον Κέβιν και πρέπει να είναι σε κάποιο σπίτι. | I heard Kevin got locked up just last week, now he's supposed to be up in a house somewhere. |
- Tα φέιζερ κλείδωσαν στo στόχo. | - Forward phasers locked and ready to fire, sir. |
- Ανιχνευτές κλείδωσαν. | Scanners locked. |
Εγώ κλείδωνα τον Gene στην αποθήκη της αυλής Η Tina είναι πυρομανής. | I was locking Gene in the garden shed when Tina was playing Firestarter. |
Μπαμπά, νόμιζα ότι κλείδωνες. | Papa, I thought you were locking up. |
Η μαμά κλείδωνε λάθος πόρτα. | Mom was locking the wrong door. |
Νόμιζα ότι κλείδωνε την πόρτα. | I just thought she was locking the door. Thanks, man. |
Νόμισες ότι κλείδωνε την πόρτα, επειδή είσαι μαύρος; | Hey, did you think she was locking the door because you're black? No. |
-Θα κλείδωναν την πύλη, Ζακ. | -They were locking the gate, Zack. |
-Θα κλείδωναν την πύλη, μπαμπά. | They were locking the gates, Dad. |
Είπε ότι κλείδωναν. | She said they were locking up. |
"Εάν είστε μέσα σε όχημα κλειδώστε τις πόρτες και παραμείνετε μέσα". | Stay where you are and remain calm. If you are in a vehicle please lock doors and stay inside. |
"Κουμπάρος" συν "μπακούρι" ίσον, "μητέρες του Φαρχάμπτον, κλειδώστε τις κόρες σας". | One "best man" plus one "no girlfriend" equals... "Mothers of Farhampton, lock up your daughters!" |
'Ολα κάλα, ασφαλίστε και κλειδώστε! | All right, secure and lock! |
- Nick, κλειδώστε το! | - Nick, lock it up! |
Αλλά πρέπει να κάνετε γρήγορα, γιατί σε 3 λεπτά ηλεκτρισμός θα σαρώσει το δωμάτιο, κλειδώνοντας την πόρτα για πάντα. | But you must work quickly for in three minutes, an electrical current will surge through this room locking the door forever. Who will bridge the gap? |
Απλά λέω , Δε θέλω να είμαι αισθάνονται καλά για τον κλειδώνοντας τον τύπο ποιος το κάνει αυτό για αυτούς. | I'm just saying, I'm not gonna feel good about locking up the guy who's doing this to them. |
Αυτός ο Ιταλός τα αγοράζει στην Βοστόνη χύμα, μετά τα πουλάει εδώ στην ονομαστική τους αξία, κλειδώνοντας το κέρδος του. | This Italian fella up in Boston buys 'em in bulk, then sells 'em here at face value, locking in his profit. |
Δεν νομίζω ότι θα ήθελε κανείς να μάθετε, κλειδώνοντας τον σε ένα μπουντρούμι 50 μίλια μακριά. | I don't think you wanted anyone to find out, locking him up in a dungeon 50 miles away. |
"Η εγκατάσταση θα κλειδώσει. | The facility will be locked down. |
"Με είχαν κλειδώσει στο σπίτι, αλλά κατάφερα και δραπέτευσα. | I was locked up in the house, but I managed to escape |
'Εχω κλειδώσει την πόρτα, κ. Θορν. | I've locked the door, Mr Thorn. |
- Έπρεπε να είχες κλειδώσει την πόρτα. - Την κλείδωσα. | -We wouldn't be doing this if you'd locked-- -l did lock the door. |