Και θυμάμαι τον εαυτό μου που άρχισα να κλαψουρίζω. | And I can still remember perfectly, that at some point I started to cry. |
- Σταμάτα να κλαψουρίζεις! | You crybaby! |
Ακολουθώντας τον παντού και με τον να μπλέκεσαι στα πόδια του, ή με το να κλαψουρίζεις, και να του λες ότι εντάξει και ότι όλα θα γίνουν καλύτερα... | Right, you're following him around everywhere and bothering him. Or, you're like crying for him and comforting him and saying like 'it'll be ok.' |
Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να κλαψουρίζεις συνέχεια γι' αυτά! | It doesn't mean you have to be a little cry baby about it. |
Γιατί δεν κλαψουρίζεις στη μαμά σου; | Why don't you go cry to your mama? |
Γιατί στην ευχή κλαψουρίζεις; | Why the hell are you crying? |
O βογιάρος κλαψουρίζει. | Hopping like a flee, the boyar cries bitterly. |
Δεν κλαψουρίζουμε, αλλά είμαστε στεναχωρημένες. | Yeah, we're not crying but we're upset. |
Ο κόσμος νομίζει ότι κλαψουρίζουμε, για... την επιτυχία. Αν προσπαθούμε να σας πούμε ότι υπάρχουν... έντονες πιέσεις. Και κάποια πράγματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. | People think that we're whining or crying about success if we're just really trying to tell you that there's some intense pressures and really some things that could be helped. |
Το μόνο που κάνετε είναι να κλαψουρίζετε | You have only your eyes for crying. |
Τρίτος κανόνας, δεν θα κλαψουρίζετε, ούτε θα γκρινιάζετε, δεν θα γελάτε, ούτε θα φτερνίζεστε, ούτε θα ξερνάτε, ούτε θα αμολάτε πορδές. | Rule number three. You will not cry or whine or laugh or giggle or sneeze or burp or fart! |
Θάνατος σε όλους όσοι κλαψουρίζουν και κλαίνε. | Death to all those who would whimper and cry. |
Σαν μωρά, συνέχεια κλαψουρίζουν. | Like babies, they always cry. |
"Είναι ένα τέρας!" κλαψούρισε. | "It's a monster!" he cried. |
"Ιλαρά", κλαψούρισε η Πόλι, ξεσπώντας ξανά. | 'oh, measles! ' cried polly, bursting out afresh. |
"Τρελό", κλαψούρισε ο Τζόελ. | Lou: [ laughs ] "'oh, whocky! ' cried joel. |
Η Ντίλια μου είπε πως η οικογένεια είχε πολλά λεφτά, αλλά η θεία κλαψούριζε πως ήταν ταπί. | Delia told me that the family was loaded And the aunt was crying broke. |
Δεν θα σπαταλούσα τις τελευταίες μου στιγμές, κλαψουρίζοντας.. | I wouldn't waste my last few hours crying about it. |
Μην έρθεις κλαψουρίζοντας απόψε και προσπαθήσεις να γυρίσεις πίσω. | Don't you come around crying tonight, trying to get back in. |
Μου ήρθε κλαίγοντας, όπως πάντα, τραυλίζοντας και κλαψουρίζοντας. | He came crying to me like always, stuttering and whining. |
Οπότε περνάει όλα τα πρωινά της στο τηλέφωνο κλαψουρίζοντας στην μαμά της και να λέει πως αν ο Τζακ γυρίσει άλλη μια φορά αργά από την δουλειά θα τον χωρίσει! | So she spent all morning on the phone crying and crying to her mother and said if Jake has to work "late" one more time, she's filing for divorce. |