Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καυτηριάζω (quarrel) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καυτηριάζω
καυτηριάζεις
καυτηριάζει
καυτηριάζουμε
καυτηριάζετε
καυτηριάζουν
Future tense
θα καυτηριάσω
θα καυτηριάσεις
θα καυτηριάσει
θα καυτηριάσουμε
θα καυτηριάσετε
θα καυτηριάσουν
Aorist past tense
καυτηρίασα
καυτηρίασες
καυτηρίασε
καυτηριάσαμε
καυτηριάσατε
καυτηρίασαν
Past cont. tense
καυτηρίαζα
καυτηρίαζες
καυτηρίαζε
καυτηριάζαμε
καυτηριάζατε
καυτηρίαζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καυτηρίαζε
καυτηριάζετε
Perfective imperative mood
καυτηρίασε
καυτηριάστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'quarrel':

None found.