Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Κατοχυρώνω (consolidate) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
κατοχυρώνω
κατοχυρώνεις
κατοχυρώνει
κατοχυρώνουμε
κατοχυρώνετε
κατοχυρώνουν
Future tense
θα κατοχυρώσω
θα κατοχυρώσεις
θα κατοχυρώσει
θα κατοχυρώσουμε
θα κατοχυρώσετε
θα κατοχυρώσουν
Aorist past tense
κατοχύρωσα
κατοχύρωσες
κατοχύρωσε
κατοχυρώσαμε
κατοχυρώσατε
κατοχύρωσαν
Past cont. tense
κατοχύρωνα
κατοχύρωνες
κατοχύρωνε
κατοχυρώναμε
κατοχυρώνατε
κατοχύρωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
κατοχύρωνε
κατοχυρώνετε
Perfective imperative mood
κατοχύρωσε
κατοχυρώστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

κατακυρώνω
award

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'consolidate':

None found.