Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Κατοικίζω (head) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
κατοικίζω
κατοικίζεις
κατοικίζει
κατοικίζουμε
κατοικίζετε
κατοικίζουν
Future tense
θα κατοικίσω
θα κατοικίσεις
θα κατοικίσει
θα κατοικίσουμε
θα κατοικίσετε
θα κατοικίσουν
Aorist past tense
κατοίκισα
κατοίκισες
κατοίκισε
κατοικίσαμε
κατοικίσατε
κατοίκισαν
Past cont. tense
κατοίκιζα
κατοίκιζες
κατοίκιζε
κατοικίζαμε
κατοικίζατε
κατοίκιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
κατοίκιζε
κατοικίζετε
Perfective imperative mood
κατοίκισε
κατοικίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'head':

None found.