Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καταρρακώνω (consume) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καταρρακώνω
καταρρακώνεις
καταρρακώνει
καταρρακώνουμε
καταρρακώνετε
καταρρακώνουνε
Future tense
θα καταρρακώσω
θα καταρρακώσεις
θα καταρρακώσει
θα καταρρακώσουμε
θα καταρρακώσετε
θα καταρρακώσουνε
Aorist past tense
καταρράκωσα
καταρράκωσες
καταρράκωσε
καταρρακώσαμε
καταρρακώσατε
καταρράκωσαν
Past cont. tense
καταρράκωνα
καταρράκωνες
καταρράκωνε
καταρρακώναμε
καταρρακώνατε
καταρράκωναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καταρράκωνε
καταρρακώνετε
Perfective imperative mood
καταρράκωσε
καταρρακώστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'consume':

None found.