Λογικό είναι να σε καταριέμαι. | It's reasonable to curse you. |
Δε με καταριέσαι που σε βασανίζω έτσι; | Oh, Jane, don't you curse me for plaguing you like this? |
Όπως καταριέσαι τους πάντες και τα πάντα γύρω σου. | As you will put a curse always on everyone and everything near to you |
'Οταν είσαι μεσοπέλαγα, και περιμένεις να πνιγείς, τρέμεις και καταριέσαι την ώρα και τη στιγμή. | You're out there by yourself, you know you can't last long. You're scared and freezing, you curse and pray. Suddenly you see that Mixmaster whirling out of nowhere. |
Εάν μιλάς δυνατά, ή καταριέσαι, μπορεί να ξυνίσει. | If you talk loud, or curse, it can go sour. |
Καλύτερα να ανάψουμε ένα κερί παρά να καταριόμαστε το καταραμένο σκοτάδι. | Better to light a candle than curse the damn darkness. |
Όλες εκείνες τις νύκτες που περνούσαμε άγρυπνοι, ...στο σκοτάδι, να καταριόμαστε την μοίρα της κάθε ανθρώπινης ψυχης... μήπως είμασταν πάρα πολύ θυμωμένοι? | I mean, what if... all those nights we used to lay awake, you know, in the dark... and curse the fate of every human soul... what if we was too angry? |
Ο Τέρρυ μπορεί να πράξει κάτι το φοβερό, ενώ εμείς βρισκόμαστε εδώ και καταριόμαστε την τύχη μας. | Terry could be doing something awful while we sit here and curse our fate. |
Πλέον έχουμε περισσότερα απο αρκετά χρήματα για να ανοίξουμε ένα κέντρο για μπιλιάρδο, αλλά ακόμα καταριόμαστε ο ένας τον άλλο και ρισκάρουμε για μια στέκα! | Now, we have more than enough money to open a billiards game center, butwestillcurseateachotherandrisk our ownlives for onecue! |
Συνήθως όταν πάω εκεί... με καταριούνται πέντε φορές κι εγώ λέω, ποιος νοιάζεται για το πάρτυ σας. | usually when I get there... they curse me five times and I say, who cares about your party. |
Μέσα στον καύσωνα... οι Βοστωνέζοι καταριούνται την αβάσταχτη συμφορά τους. Μόνο ένας μένει στη δροσιά. Δροσερός αλλά και δέσμιος των απέλπιδων τεχνασμάτων του. | In the middle of this cruel one heat wave the inhabitants of Lost they curse his unbearable earth while a single man he remains night watchman night watchman but prisoner of its own ones desperate tools. |
Οι μάνες σας, σας καταριούνται! Είστε άχρηστοι! | Your mothers curse you! |
Θα καταριούνται το όνομα του Θεού. | They will curse God's name. |
Θέλεις ο μπαμπάς και η μαμά να με καταριούνται από 'κει που είναι; | Must our parents curse me from their grave? |
Όταν ο ήλιος ανατείλει, ο Βίνεττου θα καταραστεί τη μέρα που γεννήθηκε. | As sun rises, Winnetou will curse the day he was born. |
Οι θεοί θα καταραστούν το πέρασμα μου, και θα τους ευχαριστήσω για αυτό. | The gods will curse my passing, and I will thank them for it. |
Μοιάζει να λέει ότι πολλοί θα καταραστούν... τις πράξεις του Πρωθυπουργού. | Sounds like he said many will curse the prime minister's actions. |
Να της πεις ότι την καταράστηκα πριν πεθάνω. | You tell her that I cursed her before I died. |
Τον καταράστηκα. | l cursed him. |
Σήμερα το πρωί τον καταράστηκα. | This morning I put black curse on it. |
Τον καταράστηκα κάποτε για αυτή την αχρεία απάτη. | I cursed him once for this worthless fraud. |
Λέτε να μην καταράστηκα επανειλημμένα αυτό το τέρας; | Do you think I haven't cursed again and again the name of that vile monster? |
Με καταράστηκες. Κι όχι μόνο απόψε... αλλά από την πρώτη καταραμένη στιγμή που σε γνώρισα. | You put a curse on me, not only for tonight but from the unhappy moment I knew of your existence |
Ω όχι, τώρα τα καταράστηκες. | Oh no, now you cursed them. |
Με καταράστηκες. | You put a curse on me. |
Θεέ μου, γιατί με καταράστηκες μ' αυτό το πρόσωπο; | Why, God, did you curse me with this face? |
Δεν έχετε ακούσει που λένε, πως τον Τζόνγκ Γουόν, τον καταράστηκε η πρώτη του αγάπη; | Haven't you heard people talking about how Joong Won is cursed by his first love? |
Πρέπει να ήταν η Ουν Σολ... που μας καταράστηκε και μας έστειλε την φωτογραφία. Δεν θα είμαι μαλακός μαζί σας επειδή χύσατε μερικά δάκρυα. | That must be why Eun Seol... cursed us and sent us that picture. |
Δεν ήταν η Ουν Σολ που σας καταράστηκε και ούτε σας μισούσε. | It wasn't Eun Seol who cursed you out of her hatred for you. |
Οι άνθρωποι του χωριού ήταν με το μέρος του αγοριού... και ο πατέρας τους καταράστηκε... και πήγε και έχτισε μόνος του μια καλύβα στο βουνό. | The people of the village sided with the boy... and the father cursed them... and went and built himself a hut on the mountain. |
"Η γυναίκα πριν πεθάνει καταράστηκε το Κίλοραν" "και κάθε μελλοντικός Μακ Νηλ του Κίλοραν," "αν διάβαινε ποτέ το κατώφλι του κάστρου". | Before she died, the woman cursed Kiloran... and every future MacNeil of Kiloran... if they should ever cross the threshold of the castle. |
Ή έστω καταράσου μας. | Or at least curse us. |
Χρησιμοποίησε το κερί, καταράσου τη καρδιά, και μετά... ακολουθεί το δύσκολο μέρος. | Use the candle, curse the heart, and then... here comes the tricky part. That's not the tricky part? |