Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καταπραΰνω (nail) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καταπραΰνω
καταπραΰνεις
καταπραΰνει
καταπραΰνουμε
καταπραΰνετε
καταπραΰνουν
Future tense
θα καταπραΰνω
θα καταπραΰνεις
θα καταπραΰνει
θα καταπραΰνουμε
θα καταπραΰνετε
θα καταπραΰνουν
Aorist past tense
καταπράυνα
καταπράυνες
καταπράυνε
καταπραΰναμε
καταπραΰνατε
καταπράυναν
Past cont. tense
καταπράυνα
καταπράυνες
καταπράυνε
καταπραΰναμε
καταπραΰνατε
καταπράυναν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καταπράυνε
καταπραΰνετε
Perfective imperative mood
καταπράυνε
καταπραΰντε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'nail':

None found.