Όταν έγινα Πρύτανης ορκίστηκα να καταπίνω τις αποτυχίες της σχολής και να βγάζω διπλώματα, γιατί αυτή είναι η δουλειά του Πρύτανη. | When I became Dean, I made a pledge to swallow this school's failures and spit out degrees because that's what deans do. |
Αυτό δεν το καταπίνω εύκολα. | That's a tough pill to swallow. |
Δεν άντεχα τη γεύση του, αλλά έπρεπε να το καταπίνω. | I couldn't bear the taste of it, but I had to swallow it. |
Διδάχτηκα να μην επιθυμώ τίποτα, να καταπίνω την αθλιότητα των άλλων ανθρώπων και να πνίγω τη δική μου πικρία. | I was taught to desire nothing... to swallow other people's misery... and to eat my own bitterness. |
"Πρέπει να μάθεις να καταπίνεις τις απoγoητεύσεις της ζωής." | "You got to learn to swallow disappointments in this sad life." |
- Αλήθεια τα καταπίνεις αυτά; | Ugh, you actually swallow these things? Yeah. |
- Γιατί δεν το καταπίνεις; | - Why aren't you swallowing it? |
- Δεν σου αρέσει να καταπίνεις. | You don't like to swallow. |
" Μετακινεί την τροφή, μέχρι το κεφάλι του να είναι κάτω από τον λαιμό του, και καταπίνει." | "moves the food until it's head-down in its throat, and swallows". |
"Η Τίνκερμπελ βλέπει το κόκκινο χρώμα... "και θυμάται το κόκκινο στο μάτι του πειρατή... "το καταπίνει αριστοκρατικά... | Tinkerbell sees its red color and remembers the red in the pirate's eye nobly swallows the draft as Peter's hand is reaching for it. |
"Ο φόβος καταπίνει τα παιδιά και τους μετέπειτα ενήλικες. " | "Fear swallows children and the adults we become.'" |
'Εχει πλάκα, είναι χαριτωμένη και τα καταπίνει. | She's cute. She swallows. |
-Εμείς δεν καταπίνουμε καφεϊνη. | - We don't swallow caffeine drinks. |
Από εκεί που κατάγομαι, καταπίνουμε αυτούς τους σπόρους. | Where I come from, we swallow the seeds. |
Είναι σαν εμείς πρέπει να τα καταπίνουμε όλα και όταν έρθει η σειρά τους τα φτύνουν. | It's like we're supposed to swallow everything, but when they get down to business with us, they can just spit freely. |
Μας βλέπω να καταπίνουμε το τμήμα δημοσίοτητας. | I see us swallowing the publicity department. |
Η έξτρα σάρκα θα παρέχει τη μάζα που χρειάζεται η γλώσσα σας για να αναπνέετε σωστά, να μασάτε, να καταπίνετε. | Uh,the extra flesh will provide the bulk your tongue needs to breathe properly,chew,swallow. |
Θα έδινα ευχαρίστως και τη ζωή μου για να σας δω να το καταπίνετε. | I would gladly give my life to watch you all swallow it. |
Μη σας πω πόση καταπίνετε σε ένα χρόνο μόνο από τα λιπ-γκλος. | You don't even want to know how much formaldehyde a woman swallows a year just from her lip gloss. |
Μην καταπίνετε το σάλιο σας. | Don't swallow your saliva. |
"Τα καλά κορίτσια δεν καταπίνουν... διάφορα". | Good girls don't swallow. |
'λλα σκάβουν το υπόστρωμα και καταπίνουν μεγάλες μπουκιές άμμου. | Others excavate the substrate and swallow large mouthfuls of sand. |
- Ο ανιψιός μου, είναι τριών. Μην του δώσεις τη βέρα μέχρι την τελευταία στιγμή. Διότι έχω δει να καταπίνουν πολλές βέρες... και χρειάζονται κάνα δυο μέρες για να τις πάρεις πίσω. | Don't give him the ring until the last second because I have seen many a ring swallowed, and well, it takes a couple days to get it back. |
- Τα καταπίνουν και γαντζώνονται στα εντόσθια. | - It's swallowed and latches onto the guts. |
"Ω, αδερφέ μόλις κατάπια άλλη μια μύγα"! | "Oh, brother, I just swallowed another fly." |
'Εγλυφα λίγο ζελέ από τα χέρια μου και κατάπια μερικές τρίχες. | i was licking jello off my arms and i swallowed hair. |
'Οχι, το κατάπια πριν χρόνια. | No, don't worry about it. I swallowed that years ago. Hey! |
- Μα τo κατάπια. | I swallowed it. |
- Ίσως το κατάπιες. | Perhaps you swallowed it. |
- Εγώ βρήκα τον βράχο! - Ήταν διαμάντι και το κατάπιες! | It was a diamond, and you swallowed it. |
- Και εσύ μόλις το κατάπιες. | And you just swallowed it. |
- Και εσύ το κατάπιες. | - And you swallowed it. |
"Καίγεται χωρίς πόνο και φωτιά κατάπιε τη γλώσσα του σαν ξινό κρασί." | "He burned without pain and the flames "swallowed his tongue like sour wine." |
"Μια κόκκινη ρέγγα κατάπιε τον έναν. | The red herring swallowed one |
"κατάπιε το παλιό άσυλο" "με τον τρόπο που κατάπιε και τα μυαλά μας". | "swallowed up the old sanctuary... 'the way it has swallowed our minds. |
"το νησί Ατλαντίδα το κατάπιε η θάλασσα... | "the island of Atlantis was swallowed up by the sea... |
- Γιατί; - Μόλις κατάπιατε το στίκ... | - You just swallowed the stick. |
- Φυλλάδιο κατάπιατε; | - You swallowed a brochure? |
Κε Φέντοβιτς, κατάπιατε μια σημαντική ποσότητα πλουτωνίου. | Mr. Fedowitz, you swallowed a significant quantity of plutonium. |
Κύριε, κατάπιατε τρεις σφαίρες. | Sir, you swallowed three bullets |
- Το κατάπιαν. | They swallowed it. |
Ένα-ένα, κατάπιαν τα μικρά Βασίλεια, Μέχρι το τελευταίο, το τελικό φρούριο, το Ίντσα Τσιτσεν να γίνει δικό τους, | One by one, they swallowed up the little kingdoms, until the last, the final stronghold, Chichén Itzá was theirs. |
Βαθιά ησυχία... όπως όταν οι φάλαινες κατάπιαν τον Ιωνά. | A silence as profound... as when the whale swallowed Jonah. |
Είναι απλά, σαν... να κατάπιαν ολόκληρο το κτιριό τους | It just, like...... swallowed up their whole building. |
Κάτι παρατήρησα όσο κατάπινες. | I noticed something while you were swallowing. |
- Αγιότατε, πρέπει να το καταπιείτε. | -Your holiness must swallow it. -Push it! |
Tην επέλεξα γιατί μπορεί να διαλυθεί γρηγορότερα... σε περίπτωση που χρειαστεί να την καταπιείτε. | l chose it because it'll dissolve very quickly... ifyou should have to swallow it. |
Αν είστε πρόθυμες να καταπιείτε σπέρμα προσποιηθείτε πως δεν ακούσατε κάτι που είπα ως αηδιαστικό εντάξει; Ωραία. | If you're willing to swallow cum, let's not make believe something I said was disgusting, okay? |
Αν η παράστασή μας προκαλεί θυμό ελπίζουμε να καταπιείτε την αγανάκτησή σας και παρακαλώ, να θυμάστε πως δείχνουμε μόνο πράγματα που έχουν ήδη συμβεί. | If our performance causes aggravation we hope you'll swallow down your indignation and please remember that we show only those things that happened long ago. |
Ένα ερπετό που τρώει τον ίδιο του τον εαυτό, καταπίνοντας την ουρά του. | A serpent eatng itself... swallowing its own tail. |
Αλλάξατε τους νόμους του γάμου για μένα; Και σκεφτείτε πως όλα άρχισαν πριν από λίγες βδομάδες όταν έπαθα δυσεντερία καταπίνοντας εκείνα τα σκουλίκια. | And to think this all started a couple weeks ago when I gave myself dysentery by swallowing that worm. |
Δεν καταλαβαίναμε ότι καταπίνοντας τόση πολύ ωμή πολιτική θα μπορούσε να μας χτυπήσει στο κεφάλι σαν εκείνο το δυνατό σπιτικό μίγμα που σκαρώναμε στο Αρκάνσας. | We didn't know that swallowing too much raw politics can put a crease in your head a lot deeper than that homemade Kickapoo joy juice that we used to concoct back in Arkansas. |
Δες τα αναρριχητικά πώς τυλίγονται στα δέντρα, καταπίνοντας τα πάντα. | Look at those vines, the way they twine around the trees, swallowing everything. |
"Η θλιβερή Κέιτ Τίνσλεϊ θυμίζει βλοσυρό σκυλί, το σώμα της μοιάζει με κολοκύθα και ο τρόπος... ομιλίας της με κάνει να αναρωτιέμαι αν έχει καταπιεί το πρωινό της". | Uh,"her body resembles that of a butternut squash, and her speech pattern makes me wonder if she hasn't yet swallowed her breakfast kibble." |
'Oταν η θάλασσα έχει καταπιεί και ξεράσει ολόκληρη την ακτή... υπάρχει ελπίδα για τις φωλιές των θαλάσσιων χελωνών; | when the entire coast has been swallowed up and spat out by the sea could there be any hope for turtle nests? |
- Έχει καταπιεί κοφτερά αντικείμενα. | - She's swallowed sharp objects. |
- Έχει καταπιεί που πετούν | - She swallowed that fly |