Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καταξεσχίζω (apportion) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καταξεσχίζω
καταξεσχίζεις
καταξεσχίζει
καταξεσχίζουμε
καταξεσχίζετε
καταξεσχίζουν
Future tense
θα καταξεσχίσω
θα καταξεσχίσεις
θα καταξεσχίσει
θα καταξεσχίσουμε
θα καταξεσχίσετε
θα καταξεσχίσουν
Aorist past tense
καταξέσχισα
καταξέσχισες
καταξέσχισε
καταξεσχίσαμε
καταξεσχίσατε
καταξέσχισαν
Past cont. tense
καταξέσχιζα
καταξέσχιζες
καταξέσχιζε
καταξεσχίζαμε
καταξεσχίζατε
καταξέσχιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καταξέσχιζε
καταξεσχίζετε
Perfective imperative mood
καταξέσχισε
καταξεσχίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'apportion':

None found.