Όσους καραδοκείς, θα καραδοκώ πρώτα. | Everyone you lurk, l'll lurk first. |
Θα κάνουμε αυτό που είπαμε ή θα καραδοκείς στο σκοτάδι όλη νύχτα; | Hey,are we gonna do this or are you gonna lurking the shadows all night? Just being careful. |
Ω, όχι ότι είσαι παράξενος ... ή και απαραίτητα καραδοκείς. | Oh, not that you're strange... or even necessarily lurking. |
Και βλέποντας πως πρόδωσες την τελευταία φορά το Χέρι του Βασιλιά, δεν αισθάνομαι άνετα με σένα να καραδοκείς τριγύρω. | And seeing as you betrayed the last Hand of the King, well, I just wouldn't feel safe with you lurking about. |
Βλέπει παντού τεράστιους κινδύνους να καραδοκούν και νομίζει πως αυτή τους προκάλεσε σ' εσάς. | She sees great, lurking dangers everywhere and she thinks she's brought them on you. |
Να πάω στην ερημιά να δοκιμαστώ στους κινδύνους που καραδοκούν. | To go off into the wilderness and test myself against all the dangerous things lurking there. |
Ειδικά με τον Ρόνι και τον Σεθ να καραδοκούν. | Especially with Ronnie and Seth lurking about. |
ΒΑΛΤΙΜΟΡΗ, 12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1990 "Ακόμη και ανάμεσα στα εκατομμύρια μικροκύματα, τα υπέρυθρα μηνύματα, τα gigabytes ένα και μηδέν, βρίσκουμε λέξεις, που μετρούνται σε bytes πλέον, μικροσκοπικές ακόμα και για την επιστήμη, που καραδοκούν σε κάποιο ακαθόριστο ηλεκτρικό ρεύμα. | "Yet among the myriad microwaves... the infrared messages, the gigabytes of ones and zeros... we find words, byte-sized now... tinier even than science... lurking in some vague electricity. |
Θα ήθελα δω, αν αυτοί οι άθεοι καραδοκούν απ έξω. | Let me see, if that godless fellow is lurking outside. |