Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καλωδιώνομαι (mold) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καλωδιώνομαι
καλωδιώνεσαι
καλωδιώνεται
καλωδιωνόμαστε
καλωδιώνεστε
καλωδιώνονται
Future tense
θα καλωδιωθώ
θα καλωδιωθείς
θα καλωδιωθεί
θα καλωδιωθούμε
θα καλωδιωθείτε
θα καλωδιωθούν
Aorist past tense
καλωδιώθηκα
καλωδιώθηκες
καλωδιώθηκε
καλωδιωθήκαμε
καλωδιωθήκατε
καλωδιώθηκαν
Past cont. tense
καλωδιωνόμουν
καλωδιωνόσουν
καλωδιωνόταν
καλωδιωνόμαστε
καλωδιωνόσαστε
καλωδιώνονταν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καλωδιώνου
καλωδιώνεστε
Perfective imperative mood
καλωδιώσου
καλωδιωθείτε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'mold':

None found.