Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καλοτυχίζω (gorge) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καλοτυχίζω
καλοτυχίζεις
καλοτυχίζει
καλοτυχίζουμε
καλοτυχίζετε
καλοτυχίζουν
Future tense
θα καλοτυχίσω
θα καλοτυχίσεις
θα καλοτυχίσει
θα καλοτυχίσουμε
θα καλοτυχίσετε
θα καλοτυχίσουν
Aorist past tense
καλοτύχισα
καλοτύχισες
καλοτύχισε
καλοτυχίσαμε
καλοτυχίσατε
καλοτύχισαν
Past cont. tense
καλοτύχιζα
καλοτύχιζες
καλοτύχιζε
καλοτυχίζαμε
καλοτυχίζατε
καλοτύχιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καλοτύχιζε
καλοτυχίζετε
Perfective imperative mood
καλοτύχισε
καλοτυχίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'gorge':

None found.