Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καλλιγραφώ (caulk) conjugation

Greek

Conjugation of καλλιγραφώ

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καλλιγραφώ
I caulk
καλλιγραφείς
you caulk
καλλιγραφεί
he/she caulks
καλλιγραφούμε
we caulk
καλλιγραφείτε
you all caulk
καλλιγραφούν
they caulk
Future tense
θα καλλιγραφήσω
I will caulk
θα καλλιγραφήσεις
you will caulk
θα καλλιγραφήσει
he/she will caulk
θα καλλιγραφήσουμε
we will caulk
θα καλλιγραφήσετε
you all will caulk
θα καλλιγραφήσουν
they will caulk
Aorist past tense
καλλιγράφησα
I caulked
καλλιγράφησες
you caulked
καλλιγράφησε
he/she caulked
καλλιγραφήσαμε
we caulked
καλλιγραφήσατε
you all caulked
καλλιγράφησαν
they caulked
Past cont. tense
καλλιγραφούσα
I was caulking
καλλιγραφούσες
you were caulking
καλλιγραφούσε
he/she was caulking
καλλιγραφούσαμε
we were caulking
καλλιγραφούσατε
you all were caulking
καλλιγραφούσαν
they were caulking
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καλλιγράφει
be caulking
καλλιγραφείτε
caulk
Perfective imperative mood
καλλιγράφησε
caulk
καλλιγραφήστε
caulk

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'caulk':

None found.