Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Καλημερίζω (caulk) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καλημερίζω
καλημερίζεις
καλημερίζει
καλημερίζουμε
καλημερίζετε
καλημερίζουν
Future tense
θα καλημερίσω
θα καλημερίσεις
θα καλημερίσει
θα καλημερίσουμε
θα καλημερίσετε
θα καλημερίσουν
Aorist past tense
καλημέρισα
καλημέρισες
καλημέρισε
καλημερίσαμε
καλημερίσατε
καλημέρισαν
Past cont. tense
καλημέριζα
καλημέριζες
καλημέριζε
καλημερίζαμε
καλημερίζατε
καλημέριζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καλημέριζε
καλημερίζετε
Perfective imperative mood
καλημέρισε
καλημερίστε

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'caulk':

None found.