Καλημερίζω (caulk) conjugation

Greek

Conjugation of eiti

εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
καλημερίζω
I caulk
καλημερίζεις
you caulk
καλημερίζει
he/she caulks
καλημερίζουμε
we caulk
καλημερίζετε
you all caulk
καλημερίζουν
they caulk
Future tense
θα καλημερίσω
I will caulk
θα καλημερίσεις
you will caulk
θα καλημερίσει
he/she will caulk
θα καλημερίσουμε
we will caulk
θα καλημερίσετε
you all will caulk
θα καλημερίσουν
they will caulk
Aorist past tense
καλημέρισα
I caulked
καλημέρισες
you caulked
καλημέρισε
he/she caulked
καλημερίσαμε
we caulked
καλημερίσατε
you all caulked
καλημέρισαν
they caulked
Past cont. tense
καλημέριζα
I was caulking
καλημέριζες
you were caulking
καλημέριζε
he/she was caulking
καλημερίζαμε
we were caulking
καλημερίζατε
you all were caulking
καλημέριζαν
they were caulking
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
καλημέριζε
be caulking
καλημερίζετε
caulk
Perfective imperative mood
καλημέρισε
caulk
καλημερίστε
caulk

More Greek verbs

Other Greek verbs with the meaning similar to 'caulk':

None found.
Learning Greek?