Τελειώνεις, καθαρίζεσαι, παίρνεις το μπλοκ επιταγών σου, | You finish, you clean yourself off, you go to the filing cabinet, take out your checkbook, |
Γιατί δεν καθαρίζεσαι να βγεις από εκεί; | Why don't you clean yourself up and get outta there, okay? |
Οι καρδιές τους καθαρίζονται από τη θάλασσα και τον ουρανό. | Their hearts are washed clean by both sea and sky. |
Στους γκέι αρέσει να καθαρίζονται παντού. | Gay guys like clean ears for the licking and whatnot. |
Νομίζω ότι ούτε σ ενα χρόνο δεν καθαρίζονται αυτά... Μπουρδέλο. | I think that even a month wouldn't be enough to clean up this... warehouse. |
Δεν ξέρω, είναι ένα μυστήριο όπως και το πώς καθαρίζονται τα ρού- χα μου και ξαναμπαίνουν στα συρτάρια. | It's one of those mysteries, like how do my clothes get clean and put back in my drawers? |
Αυτά τα μαχαίρια εύκολα καθαρίζονται. | It's easy to clean these knives. |
Αυτό το σπίτι καθαρίστηκε όταν ήρθαμε. | This house was clean when we moved in. |
Πήγαινε καθαρίσου. | Go clean yourself up. |
Σπίτι, καθαρίσου. | House, clean yourself up. |
Hey, Πήγαινε πάνω και καθαρίσου. | Hey, hey, go upstairs and clean up. |
Δεν είσαι χαμένος, απλά καθαρίσου. | You're not a loser, just clean yourself up, all right? |
Πήγαινε και καθαρίσου αμέσως. | Just go and clean yourself up immediately. |