Η γυναίκα που ισχυρίζεσαι ότι σκόπευε να επιτεθεί είπε ότι εξεπλάγην όταν τον είδε, φοβήθηκε, έτρεξε, μετά σκόνταψε. | The woman you allege he intended to assault said she was surprised when she saw him, became scared, ran, then tripped. |
Ό, τι κι αν ισχυρίζεται η Μάργκαρετ Χάμφρευς, γεγονός είναι ... | Whatever Margaret Humphreys alleges, the fact is... |
Όταν ένας κρατούμενος κακοποιείται, ή ισχυρίζεται κακοποίηση ... θέλουν κάποιος να πληρώσει το τίμημα. | When a prisoner is abused, or a detainee alleges abuse ... want someone pay for the damage. |
Αν έστω και μέρος από όσα ισχυρίζεται ο κύριος Μπλόμκβιστ είναι αλήθεια, όχι μόνο θα γίνει έρευνα στα χρεόγραφα, αλλά και στο οργανωμένο έγκλημα. | If a fraction of what Mr. Blomkvist alleges proves to be true not only will there be a securities investigation but an organized-crime inquiry as well. |
Δεν ξέρουμε αν τι ισχυρίζεται Reddington είναι αλήθεια, και μέχρι μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τους ισχυρισμούς του, μέχρι να βρούμε την απόδειξη, οι μόνοι άνθρωποι που θα επωφεληθούν από το Fulcrum φως της δημοσιότητας είναι οι εγκληματίες προσδιορίζει. | We don't know if what Reddington alleges is true, and until we can confirm his allegations, until we find the proof, the only people who would benefit from the Fulcrum being publicized are the criminals it identifies. |
Εκείνη ισχυρίζεται πως δεν κράτησε σημειώσεις, και λέει πως θα εξηγήσει την δουλειά της με αντάλλαγμα μια συμφωνία. | She alleges she never kept any hard copies, and she says she will only explain her work in exchange for a deal. |
Συγκεκριμένα, ισχυριζόμαστε ότι παραβιάζονται η Θεμελιώδης Οφειλόμενη Διαδικασία, η Διαδικαστική Οφειλόμενη Διαδικασία, το άρθρο περί Ίσης Προστασίας και άρθρα της 1ης Τροπολογίας. | Specifically, we allege that they deprive them of their substantive due process, procedural due process, equal protection, and first amendment rights. |
Αν ήμουν το είδος του ατόμου, που έκανε όσα ισχυρίζεστε θα μπορούσα πραγματικά να είμαι αυτό που είμαι τώρα; | If I was the sort of person who could've done what you allege... .. could I really be what I am now? |
Κα Χάρκινς, με κάθε σεβασμό. Υπάρχει η παραμικρή απτή απόδειξη ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεστε... Συνέβησαν καν; | Ms. Harkins, with all due respect, is there a single shred of physical evidence that the events you alleged ever even took place? |
Την ίδια κατοικία που ισχυρίζεστε ότι δεν έχετε πάει ποτέ. | The same residence you allege you've never been to. |
Έχω ένα τσούρμο παιδιά εδώ που ισχυρίζονται ότι τα σκυλάκια στο διάστημα είναι δικά τους. | I have a bunch of kids here that claim the alleged puppies in space are their dogs. |
Αλλα ενας αριθμος ερασιτεχνων που παρακουλουθουσαν αμεσα τις μεταδόσεις που παραχθησαν ισχυρίζονται οτι είναι γνήσιο υλικο από το STS-48. | But a number of amateurs who were directly monitoring the transmissions have produced what they allege is genuine footage from STS-48. |
Εμείς ισχυρίζονται ότι η κατηγορούμενος είναι επίσης υπεύθυνος. | We allege that the defendant is also responsible. |
Ενώ η αστυνομία αρνηθεί να δώσει πληροφορίες, Πηγές ισχυρίζονται ότι ένα ανθρωποκυνηγητό έχει σχετικά για μια πιθανή συρροή δολοφόνο. | Sources allege that a manhunt is on for a possible serial killer. |
Κάτσε, τι ισχυρίζονται ότι έκανα. | Hey, what I've allegedly done. |
Αλλά εσύ Κάθριν, ισχυρίστηκες.. ότι με κακοποιούσε τακτικά, ότι είναι υπεύθυνος γι' αυτό που είμαι τώρα. | But you, Kathryn... you alleged that he abused me on a regular basis, that he made me into the man that I am today. |
Έλαβε την πάγια ποινή 3 πόντων και φέρεται ότι ισχυρίστηκε ψευδώς ότι εσείς ήσασταν ο οδηγός. | A fixed three-point penalty notice was sent to your wife and it's alleged she claimed, falsely, that you were the driver. |
Αληθεύει ότι ο Ναζωραίος ισχυρίστηκε, ότι θα ανέλθει από τον θάνατο; | Is it correct the Nazarene alleged he would rise from death? |
Κανένας δεν ισχυρίστηκε αστυνομική βία.. | Nobody's alleged police brutality... |
Ξέρεις ο δικηγόρος του Λίντους τι ισχυρίστηκε εκεί μέσα; | Do you know what Lindus's lawyer alleged in there? |
Ο Μίλερ ισχυρίστηκε πως στην αστυνομία δόθηκε εντολή να κάνει την αυτοκτονία του Στόουν να μοιάζει με ληστεία που πήγε στραβά. | Miller alleged that CPD was ordered to make Stone's homicide look like a burglary gone wrong. |
Αυτή είναι η σκηνή των πιο σοκαριστικών εγκλημάτων που ισχυρίστηκαν ότι συνέβησαν από Αμερικάνους στρατιώτες στο Ιράκ. | This is the scene of one of the most shocking crimes alleged to have been carried out by American soldiers in Iraq. |
Μις Levitt , είναι ισχυρίστηκαν ότι θα ήταν έχει στην κατοχή του και καπνίσει ένα αναμμένο τσιγάρο μαριχουάνας σε δημόσια θέα . | Miss Levitt, it's alleged that you were in possession of and smoked a lighted marijuana cigarette in public view. |
Ναι, αλλά ισχυρίστηκαν χρήστες του δεν είναι. | Yes, but his alleged abusers are not. |
Το 1911, οι μοναχοί του Αβαείου στο Γκλάστονμπερυ, ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν το τάφο του Βασιλιά Αρθούρου. | What does this have to do with where this alleged treasure is buried? |
Υπήρχαν τρεις μάρτυρες που ισχυρίστηκαν ότι είδαν την δολοφονία του Μπέντον. | There were three witnesses alleged to have seen the murder of Benton. |
Αν και, αν ισχυριστείτε πως ήμουν, έχω 4 αδιαμφισβήτητους μάρτυρες που θα καταθέσουν ενόρκως πως αυτή τη στιγμή δειπνώ στη Λέσχη Γκρέσαμ. | Although, if you ever allege that I was, I have four unimpeachable witnesses who will testify under oath that I am at present dining at the Gresham Club. |