-Έτσι νομίζω, όμως... αν έχω τη δύναμη να θεραπεύω, πρέπει να τη χρησιμοποιώ. | I think so, but, hey, if I have the power to heal, I might as well use it, right? |
Έτσι θα μπορούσα να θεραπεύω με ένα μικρό κόψιμο. | To be able to heal with one little cut. |
Έχω τη δύναμη να θεραπεύω! | I have a power to heal! |
Ίσως έχω την δύναμη να θεραπεύω. | Maybe I've got the power to heal. |
- Πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη στις ικανότητές σου να θεραπεύεις. | - You must believe in yourself, in your abilities to heal others. |
Άκου, ορκίστηκες να θεραπεύεις ανθρώπους. | You took an oath to heal. |
Όταν σε βλέπω να θεραπεύεις αναρωτιέμαι γιατί μας μισούν τόσο. | I watch you heal someone,and... it makes me wonder why they hate us so much. |
Αν σταματήσεις να θεραπεύεις, Το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει κανένα λόγο να συνεχίζει να αρνείται την έκδοση. | Oh,well,I mean, if you stop healing, then there's no reason for the state department to fight the extradition, |
"Η αλήθεια θεραπεύει," Ποιος το είπε αυτό; | 'The truth heals,' who said that? |
"Ο χρόνος θεραπεύει όλες τις πληγές αλλά η απουσία κάνει την καρδιά να πεθυμάει περισσότερο". | Time heals all wounds. But absence makes the heart grow fonder. I guess it's a little tricky. |
'Ομως η θέα είναι αυτή που θεραπεύει. | But it's the view I think heals, |
'κουσα ότι ο προφήτης δίνει φως στους τυφλούς, θεραπεύει αρρώστους. 'Οτι έθρεψε χιλιάδες φτωχούς... μόνο με μερικά ψωμιά. | I heard them say this prophet brings sight to the blind, heals the sick, that he fed thousands of the poor with no more than a few loaves of bread to divide. |
Αλλά και να θεραπεύουμε. | It's also to heal. |
Αλλά υπέθεσα πως δουλειά μας ήταν να θεραπεύουμε και να σώζουμε ζωές. | But I assumed our job was to heal and to save lives. |
Αν αγνοούνται πολλοί, πέφτει ο τουρισμός... οπότε, τους θεραπεύουμε με λίγο αίμα βρικόλακα... σβήνουμε τη μνήμη τους, τους στέλνουμε στο καλό... ούτε γάτα ούτε ζημιά. | Too many folks go missing, tourism drops, so we heal them with a little vamp blood, erase their memory, send them on their way, no muss, no fuss. |
Εμείς θεραπεύουμε. | We heal. |
Άκουσα ότι θεραπεύετε γρήγορα. | I heard you heal fast. |
Αυτή θα έπρεπε να είναι η δουλειά σας. Να θεραπεύετε ανθρώπους. | That's what you're job's supposed to be, to heal people. |
Για περίπου ένα δολάριο την ώρα, μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα θαύμα της σύγχρονης ιατρικής κάθε φορά που θεραπεύετε μια πληγή στο γόνατο με ένα γλειφιτζούρι και ένα φιλί. | For about a buck an hour, you get to witness a miracle of modern medicine every time you heal a scraped knee with a lollipop and a kiss. |
Εννοείς να θεραπεύετε όπως εμείς; | You mean healing like we heal? |
"μας απειλούν οι ίδιες αρρώστιες, μας θεραπεύουν τα ίδια φάρμακα... | "subject to the same diseases, healed by the same means... |
Έχει αποδειχθεί ότι οι πολύ μεγάλες δόσεις καταστρέφουν τον ιό της πολιομυελίτιδας και θεραπεύουν τις βλάβες των νεύρων. | Ultra-high doses have been shown to destroy the polio virus and heal nerve damage. |
Ακόμα και τώρα, οι αδερφές μου τον θεραπεύουν. | Even now, my sisters begin to heal him. |
Αλλά αυτές οι καταστάσεις, εξαρτώνται από την ικανότητα των ασθενών να θεραπεύουν τον εαυτό τους, ψυχικά και σωματικά. | But in these situations, a lot depends on the patients healing themselves, mentally and physically. |
- Σε θεράπευσα όμως. | I got shot. I know, but I healed you, right? |
- Το ξέρω, εγώ σε θεράπευσα! | I know, I healed you. |
Όλα αυτά είναι δώρα απο τους ανθρώπους που θεράπευσα. | These are all gifts from the people that I've healed. |
Όταν θεράπευσα τη Λόις στο φράγμα, κόντεψα να πεθάνω. | When I healed Lois in that dam, it almost killed me. |
- Και τους θεράπευσες. | And you healed them. |
Έπρεπε να το μαντέψω όταν θεράπευσες την Ελένα από το δηλητήριο χωρίς να ζητήσεις αντάλλαγμα. | I should have figured you were up to something when you healed Elena from the werewolf poison without asking for anything in return. |
Ίσως θεράπευσες τη φοβία μου με τα χέρια σου. | Maybe you healed my phobia with your hands. |
Όταν θεράπευσες τον Αρθουρ σ' άκουσα να μουρμουρίζεις κάτι λέξεις. | When you healed Arthur, I heard you mumble some words. |
- Εσένα σε θεράπευσε. | -He healed you. |
- Και τον θεράπευσε. | - And healed him. |
-O Δάσκαλoς με θεράπευσε! | The master has healed me! |
-Ίσως. Αλλά μάλλον θεράπευσε κάποιους και από άλλους τράφηκε. | Maybe, but it sounded like he has healed some people, but he may have fed off others. |
"Ξεκουραστήκαμε και θεραπεύσαμε τα τραύματά μας." | We rested and healed our wounds. |
Την θεραπεύσατε, Κύριε Μιγιάγκι. | You healed her, Mr. Miyagi. |
Αυτά σε θεράπευσαν; | Floating in the air? That's what healed you? |
Και οι Επισκέπτες, τη θεράπευσαν. | And the visitors healed her. |
Και ύστερα με θεράπευσαν. | And then they healed me. |
Με μετέφεραν στην πόλη, με επανέφεραν στη ζωή, με θεράπευσαν. | I was taken to the city, brought back from the brink of death, healed. |
Α ναι, σας θεράπευα. | Ah! I was healing you. |
Εκείνη θεράπευε παιδιά, εγώ φορούσα σμόκιν. | I don't know what happened. She was healing children, I was in a tuxedo. |
Και κάθε φορά, το θύμα πέθαινε από την ίδια ασθένεια που ο ΛεΓκρείντζ θεράπευε. | And each time the victim died of the same symptom Le Grange was healing. |
Το δέρμα στο χέρι Myshkin έγινε διαφανές όταν θεράπευε το παιδί. | The skin on Myshkin's hand became transparent when he was healing that kid. |
"θεραπεύστε με." | "heal me." |
Ένα από εκείνα περί "θεραπεύστε τον πλανήτη". | One of those heal-the-planet things. |
Δώστε το χρίσμα στην υποψήφιά μου, θεραπεύστε αυτό το έθνος... κι επιτρέψτε στον λαό να ξεχυθεί σε αυτή τη χιλιετία με την ώθηση που δίνει η πίστη στη δόξα αυτής της δημοκρατίας. | Confirm my nominee, heal this nation... and let the American people explode into this new millennium... with the exhilaration of being true to the glory of this democracy. |
Αισθάνομαι όπως αυτό που κάνω είμαι αρκετά θεραπεύοντας. | I feel like what I do is quite healing. |
Ακριβώς τα θεραπεύοντας αρθ. | Just the healing arts. |
Ακόμη και τώρα οι άνδρες Kallawaya ταξιδεύουν στις 'νδεις θεραπεύοντας με μάγεια και φαρμακευτικά φυτά. | Even now Kallawaya men journey throughout the Andes healing people with magic and medicinal plants. |
Η ουσία είναι, ότι αντίθετα με τους γιατρούς που ορκίζονται στα ιδανικά του Ιπποκράτη... βοηθώντας και θεραπεύοντας... αυτοί είναι απολύτως αφοσιωμένοι στην επιστημονική έρευνα. Ορίστε. | The point is, contrary to doctors who pledge themselves to Hippocratic ideals helping, healing and so on they are completely devoted to scientific research. |
Έφτιαξα μια λίστα με όσους έχει θεραπεύσει ο Ρόι, 6 άνθρωποι μέσα σε ένα χρόνο, και τα αντιπαρέθεσα με τις νεκρολογίες. | So l put together a list. Reverend Roy's healed six people over the past year and l checked them with the local obits. |
Δε νομίζω ότι αυτές οι βόλτες έχουν θεραπεύσει το πνεύμα μου. | I'm not sure these treks have healed my spirit. |
Δεν είναι αυτό... Απλά... Δεν έχω θεραπεύσει κανέναν εδώ και μήνες... και ο αυτισμός είναι εξελίξιμος. | it's not that, it's just... i haven't healed anyone in months, and autism is developmental. |
Είδα τον Οίκο του Θεού μου να καίγεται, εκεί όπου είχα θεραπεύσει αμέτρητους άντρες και γυναίκες. | I saw my God's house burn, there where I had healed men and women beyond counting. |