Ίσως νομίζεις ότι μπορείς ακόμη να τους θαμπώνεις με το ταλέντο σου. | Maybe you still think you can dazzle them with your talent. |
Επειδή, ειλικρινά... με θαμπώνεις. | Well, because, honestly, you... You dazzle me. |
Με θαμπώνεις με τα χρώματα του ουράνιου τόξου... | You dazzle me with rainbow colors... |
Νομίζεις ότι μπορείς απλά να ορμάς εδώ και να τη θαμπώνεις με αυτές τις αηδίες; | You think you can just swoop in here and dazzle her with this music crap? |
Τους θαμπώνεις με λίγη Πυθαγόρεια σκέψη... και τα βιβλία επιταγών τους ανοίγουν από μόνα τους. | I mean, you dazzle them with a little Pythagorean wit and their checkbooks crack open. |
Ένα λαμπρό πρίσμα που με θαμπώνει πολύπλευρα. | You are a glorious prism that dazzles me with all of its facets. |
Ο μεγάλος αυτοκρατορικός πλούτος πάντα θαμπώνει, αλλά κάτω από την επιφάνεια η αχαλίνωτη επιθυμία για τα χρήματα, δύναμη και τα υλικά αγαθά σημαίνει ότι το καθήκον και η δημόσια υπηρεσία αντικαθίσταται από ηγέτες και πολίτες που παλεύουν για τα λάφυρα. | Great Empire wealth always dazzles, but beneath the surface the unbridled desire for money, power and material possessions means that duty and public service are replaced by leaders and citizens who scramble for the spoils. |
Πλάσματα που η ομορφιά τους τώρα θαμπώνει όλους όσους τους βλέπουν. | Creatures whose beauty now dazzles all who see them. |
Το λευκό θαμπώνει και χρειάζεσαι περισπασμό. | Okay? White dazzles, God knows you'll need distraction. |
Για άλλους, το φως είναι το δόλωμά τους. Λάμψεις που θαμπώνουν και ζαλίζουν τους κυνηγούς τους. | For others, the light is a decoy, flashes which dazzle and confuse their hunters. |
Τον θάμπωσα με το πνεύμα μου. | l dazzled him with my... wits. |
Τάραξες τον κόσμο μου, άλλα- ξες τη ζωή μου, με θάμπωσες. | I mean, shook my world, changed my life, dazzled me. |
Ήταν φτωχός και η Λινέτ τον θάμπωσε με τα πλούτη της. | He never had any money and Linnet simply dazzled him with all that wealth. |
Και γνώρισα μια γυναίκα που με θάμπωσε. | And I met a woman who dazzled me. |
Με θάμπωσε η παρουσία σας. | I am dazzled by your presence. |
Σαν να με θάμπωσε ο ήλιος. Κι ήταν τα μαλλιά σου ! Καταλαβαίνεις τώρα επιτέλους; | I was dazzled...by its bright flare. |
Οι νεαρές που γνώρισα στη Γένοβα, απέκρυψαν την αληθινή τους φύση διότι τις θάμπωσαν τα όνειρα για μια αυτοκρατορία χοιρινού. | All the young women I met back in Genoa concealed their true natures from me, dazzled by dreams of an empire of pork. |
Σε θάμπωσαν όλα αυτά τα γυαλιστερά και όμορφα πράγματα. Και δεν υπάρχει δικαιολογία για τον... | They dazzled you with shiny objects and beautiful things and there is no reason you could give me... |
Ενώ εσύ θάμπωνες τα ΜΜΕ, εγώ δέχτηκα τηλεφώνημα από τα αφεντικά του παρ'ολίγον δολοφόνου σου. | While you were dazzling the press corps, I got a phone call from your would-be assassin's employers. |
" Με έχεις θαμπώσει". | "You dazzled me. |
Είναι σαν να θαμπώσει, το είδος του πράγματος. | It's like being dazzled, kind of thing. |
Το παίρνω από την έκφραση σας, δεν είστε θαμπώσει. | I take it from your expression, you're not dazzled. |