Speak any language with confidence

Take our quick quiz to start your journey to fluency today!

Get started

Ηλεκτροφωτίζω (electrify) conjugation

Greek
εγω
εσυ
αυτ(ος/ή/ό)
εμείς
εσείς
αυτ(οί/ές/ά)
Present tense
ηλεκτροφωτίζω
ηλεκτροφωτίζεις
ηλεκτροφωτίζει
ηλεκτροφωτίζουμε
ηλεκτροφωτίζετε
ηλεκτροφωτίζουν
Future tense
θα ηλεκτροφωτίσω
θα ηλεκτροφωτίσεις
θα ηλεκτροφωτίσει
θα ηλεκτροφωτίσουμε
θα ηλεκτροφωτίσετε
θα ηλεκτροφωτίσουν
Aorist past tense
ηλεκτροφώτισα
ηλεκτροφώτισες
ηλεκτροφώτισε
ηλεκτροφωτίσαμε
ηλεκτροφωτίσατε
ηλεκτροφώτισαν
Past cont. tense
ηλεκτροφώτιζα
ηλεκτροφώτιζες
ηλεκτροφώτιζε
ηλεκτροφωτίζαμε
ηλεκτροφωτίζατε
ηλεκτροφώτιζαν
εσυ
εσείς
Imperfective imperative mood
ηλεκτροφώτιζε
ηλεκτροφωτίζετε
Perfective imperative mood
ηλεκτροφώτισε
ηλεκτροφωτίστε

More Greek verbs

Related

Not found
We have none.

Similar

Not found
We have none.

Similar but longer

Not found
We have none.

Other Greek verbs with the meaning similar to 'electrify':

None found.