Δεν είμαι πια ειδική... σε πράγματα που σε γερνάνε σε δύο δευτερόλεπτα ή που ηλεκτρίζουν την σπονδυλική σου στήλη ή δημιουργούν ηφαίστεια της εποχής των παγετώνων. | I'm no longer an expert on things that make you old in two seconds or electrify your spine or-- or create ice-age volcanoes. |
Όχι, γι' αυτό το ηλέκτρισα. | No, that's why I electrified it. |
Όταν έριξες το βέλος σου στο πεδίο ισχύος, "ηλέκτρισες" το έθνος. | When you fired your arrow at the force field you electrified the nation. |
Η ομιλία του Κένεντι το 1961 ηλέκτρισε το έθνος, και περιείχε πολλά που ήταν αξιοσημείωτα προφητικά, αλλά ούτε μια λεξη για επιστημονικούς σκοπούς για την αποστολή στη Σελήνη. | DEGRASSE TYSON: President Kennedy's 1961 speech electrified the nation, and it contained much that was remarkably prophetic-- but not a word about a scientific objective for going to the Moon. |
Θυμάσαι τότε, που ηλέκτρισε το γραφείο του κύριου Χόφμαν; | Remember the time he electrified Mr. Hoffman's desk? |
Ο Μάρτυ Χ. ηλέκτρισε το κοινό του. | Marty Huggins simply electrified this crowd. |