Επιπλέον, δεν ήθελα να φαίνεται πως σε ευνοώ. | Plus, I didn't want to appear to favor you. |
Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να με ευνοείς με την αξιοσέβαστή σου παρουσία. | It's so good of you to favor me with your venerated presence. |
Την επόμενη φορά που θα σε δω να ευνοείς την Μέρεντιθ Γκρέι με οποιονδήποτε τρόπο, | The next time I see you favoring |
Την επόμενη φορά που δω ότι ευνοείς τη Μέρεντιθ Γκρέι με οποιοδήποτε τρόπο, θα σιγουρευτώ ότι δεν πρόκειται να δει το εσωτερικό ενός χειρουργείου για ένα μήνα. | The next time I see you favoring Meredith Grey in any way, I'll make sure she doesn't see the inside of an O.R. for a month. |
Έτσι κι αλλιώς, όλοι νομίζουν πως με ευνοείς. | - They all think you favor me anyway. |
Τους ευνοείς τα τελευταία 100 χρόνια. | You've been favoring them for the last 100 years. |
Αλλά εδώ ευνοούμε τις επιθετικές θεραπείες. | But here we favor an aggressive course of treatment. |
Σίγουρα ο άνθρωπος θα κάνει ό,τι πρέπει, δεν μπορούμε όμως να ευνοούμε κόσμο... | I'll make sure he gets taken care of according to the rules... - but we can't start playing favorites. |
Εννιά, δεν ευνοούμε κάποιον ιδιαίτερα. | Nine, no favored recruitment. |
Δεν περιβάλλω τη δουλειά μου... με εντυπωσιακά εξαρτήματα που ευνοούν τον άντρα σας. | - I do not surround my work with the impressive gadgets... favored by your husband and his fellow professors... such as downy couches and recording machines. |
Κύριε, οι εξελίξεις της μάχης σας ευνοούν. | Lord, the tides of battle favor you. |
Είπα ότι τα πράγματα μας ευνοούν. | I only said it looked very favorable. |
Τα χωρικά ύδατα στα δυτικά σας ευνοούν. | Water rights in the west are in your favor. |
Οι θεοί τον ευνοούν απόψε. | The gods show him favor on this night. |
Και νομίζεις ότι ο Πάπας... θα ευνοήσει το διάδοχο της Αγγλίας σε βάρος του βασιλιά της Γαλλίας; | And do you think the Pope will favor England's royal runt over the King of France? |
Αλλά είναι έξυπνος και θα ευνοήσει το νέο βασιλιά για να κερδίσει. | But he is smart and will favor the new king to win. |
Πιστεύω ότι το Βατικανό θα ευνοήσει τη ρύθμιση αυτή. | I believe the Vatican will favor this arrangement. |
Δεν μπορώ να καθορίσω την ημέρα που οι Θεοί θα ευνοήσουν τη φύτευσή μας. | I cannot determine the day the gods will favor our planting. |
- Σε ευνόησα. | I favored you. |
- Δεν μας ευνόησες εκεί πέρα. | You did us no favors in there. Meaning what? |
Θα το συζητήσουμε αφού καταναλώνει αυτούς δύο βραστά αυγά, προσωρινή μάγειρας που μας έχει μας ευνόησε. | We will discuss it after you consume those two hard-boiled eggs, which our temporary cook has favored us. |
Αλλά η τύχη μας ευνόησε και αποφύγαμε όλοι το μαρκάρισμα. | But fortune favored us as we all avoided the mark. |
Έμαθα ότι ο Δικαστής Τέρνερ σε ευνόησε. | Heard Judge Turner gave you favor. |