Και υποτίθεται ότι θα σε επιδοτώ; | And I'm suppose to subsidize you? |
Θα σε επιδοτώ για ένα χρόνο, δύο ή τρία χρόνια, ή και τέσσερα. | I would be so happy to subsidize you for a year two years, or three years, or something like four-- |
Εντάξει, τότε θα επιδοτώ εγώ τους μισθούς της για λίγο. | Well, all right. I'm going to subsidize her wages, just for a little while. |
Κάθε χρόνο, οι ΗΠΑ επιδοτούν τους βαμβακοπαραγωγούς τους... με 3 δισ. δολάρια. | Every year, the USA subsidize their cotton producers with $3 billion. |
Αλλά τότε γιατί επιδοτούν τους βαμβακοπαραγωγούς τους; | But why do they subsidize their cotton producers? |
Σε μια προοδευτική κοινωνία, εκείνες που είναι ικανές δεν πρέπει να επιδοτούν αυτές ανίκανοι. | In a progressive society, those capable are not supposed to subsidize those incapable. |