Το 'ξερα ότι έπρεπε να μάθω πώς να επιδιορθώνω πράγματα. | Man. I knew I shoulda learned how to fix stuff! |
- Και πώς το επιδιορθώνεις; | - So how do you fix it? |
Γιατί δεν την επιδιορθώνεις; | Why don't you fix that? |
Δεν είναι σαν να τα κλέβεις, επιδιορθώνεις τον υπολογιστή του τύπου. | It's not like you're stealing, you're fixing the guy's computer. |
Επειδή πας και φοράς τη φόρμα σου, και επιδιορθώνεις τρακτέρ όλη τη μέρα. | Because you go and you put on your coveralls, and you fix tractors all day. |
Και τα επιδιορθώνεις με υπεριώδη φωτισμό; | And you are fixing them with a black light? |
Εγώ αγοράζω και ο Μπομπ επιδιορθώνει. | Uh, I buy and Bob fixes. |
Ο Ρας επιδιορθώνει πράγματα. | Russ fixes things. |
Τα επιδιορθώνει ο άνδρας της. | Her husband fixes them. |
- Δεν επισκευάζω τηλεοράσεις. - Μα μόνο τηλεοράσεις επιδιορθώνουμε εδώ. | - But TVs is what we fix. |
- Την επιδιορθώνουμε. | - We're fixing it. |
Έμπαζε νερά πριν και έτσι επιδιορθώνουμε τη σκεπή. | It leaked earlier, so we're fixing the roof. |
Για παράδειγμα, ο θερμοσίφωνας που είπα ότι επιδιόρθωσα; | Like, the boiler that-- that I--that I said I fixed? |
Και το επιδιόρθωσα. | And I fixed it up. |
Μωρό μου, μόλις επιδιόρθωσα την πόρτα στο κατάστρωμα του σκάφους. | Hey, babe, um, I just fixed that hatch. |
Το χάλασα και μετά το επιδιόρθωσα. | {\pos(192,215)}I broke it and then I fixed it. |
Αργότερα, διότι είναι τόσο χαρούμενη που επιτέλους καταλαβαίνει τον Μισέλ... και που επιδιόρθωσε τη λάμπα και... | Later, because she's so happy that she can finally understand Michel... and that the lamp is fixed and... |
Δεν θα πιστέψεις τα πόσα επιδιόρθωσε. | You won't believe the things she's fixed. |
Ξέρεις κανένα να επιδιόρθωσε τον μπροστινό προφυλακτήρα του; | Know anyone who had the front bumper fixed? |
Ο αδελφός σου επιδιόρθωσε χθες τον τοίχο του κήπου... | He's here too. He fixed the back wall of the garden yesterday... |
Είχε ένα σκίσιμο στην στολή, αλλά το επιδιορθώσαμε | There was a tear in his suit, but we fixed it in the field. |
- Το επιδιορθώσατε; | - Did you fix it? - lt's fixed. |
Αν αργήσω σήμερα, να ξέρεις ότι επιδιόρθωνα κάτι που χάλασε. | If I am late tonight, just know that I was fixing something that's broken. |
Ναι, είχε μια στολή εργασίας σαν να επιδιόρθωνε αιρ-κοντίσιον. | Yes, he had a work uniform like he was fixing an air conditioner. |
Ναι; Λοιπόν, βιαστείτε και επιδιορθώστε την. | Well, hurry and get the damn thing fixed. |
Αυτή βοηθάει επιδιορθώνοντας τα ρούχα όλων... | She helps out by fixing everyone's clothes... |
Και εγώ που νόμιζα ότι απλά θα τρέχαμε μέσα στον χρόνο, σα χαζοχαρούμενοι, επιδιορθώνοντας πράγματα. | And here's me thinking we'd just be running through time, being daft and fixing stuff. |
Και όλα αυτά, για να περάσω τη ζωή μου επιδιορθώνοντας αυτό το ετοιμόρροπο αχούρι; | To spend my life fixing up this dilapidated shack? ! |
Λοιπόν... βγάζεις καθόλου λεφτά επιδιορθώνοντας αυτά τα ρολόγια; | So... you make any money fixing these clocks? |
Ο Τζον κι ο Άλμπερτ, προσπαθούν να βρουν νέες θεωρίες βασιζόμενες στο Καθιερωμένο Πρότυπο, επιδιορθώνοντας κι αυτό ταυτόχρονα. | John and Albert have been trying to come up with new theories, building upon the standard model while fixing what is wrong with it. |
-Δεν έχεις επιδιορθώσει αυτοκίνητο ποτέ ξανά. | - You've never fixed a car before. |
Σήμερα, θα προσπαθήσει να επιδιορθώσει μια καρδιά με πολύ σοβαρά προβλήματα, μια καρδιά που δεν μπορεί να επι- σκευαστεί όσο διαρρέεται από αίμα. | Today, he's trying to repair a severely damaged heart, a heart that can't be fixed while blood flows through it. |
Τον έχουν επιδιορθώσει, κάπως. | They must have fixed that bit. |