Είμαι εκ φύσεως επαναστάτρια και απαιτώ το δικαίωμα να επαναστατώ και να ανθίσταμαι κατά της εισβολής με κάθε μέσον, ακόμη και με τη βία. | I am a revolutionist by nature... and as such... I claim the right to rebel and resist invasion... by all means, force included. |
Αλλά το ίδιο χρειάζομαι και την ελευθερία να επαναστατώ ενάντια σε ό,τι είναι σκληρό σε αυτό τον κόσμο. | But just as much I need the freedom to rebel against everything that is cruel in this world. |
- Ενάντια σε τι επαναστατείς; | - What are you rebelling against? |
Ρωτάω σε τι επαναστατείς, μου λέει, "Σε ό,τι να 'ναι." | I asked what he was rebelling against, and he said, "What have you got?" |
Σε κρατάει κλεισμένο μέσα, αλλά εσύ επαναστατείς, ε; | She wants to keep you shut up. But you rebel, don't you? |
Έχεις δίκιο να επαναστατείς. | You're right to rebel. |
Αλλά δεν επαναστατείς, όταν χώνεσαι ακόμα πιο βαθιά. | But one does not rebel for worse. |
Κανείς δεν επαναστατεί καλύτερα απ΄τους Ιρλανδούς. | No one does rebellion like the Irish. |
Είμαστε τρεις που επαναστατούμε κατά αυτής της μουσικής. Πάμε. | There are three of us in rebellion against that music. |
Δεν επαναστατούμε εναντίον του Αυτοκράτορα, αλλά εναντίον σου. | We are not rebelling against the Emperor... - ... but against you. |
Διδάσκετε στα παιδιά το Κακό έτσι ώστε να μπορούν να επαναστατούν ενάντια σ' αυτό όταν θα μεγαλώσουν και θα γίνουν καλοί. | You teach children evil so they can rebel against it when they grow and become good. |
"Τα πανεπιστήμια είναι γεμάτα με φοιτητές που επαναστατούν και ξεσηκώνονται. | 'The universities are filled with students rebelling and rioting.' |
Είναι γυναίκες που έχουν κουραστεί από το να φέρνουν πρωινό στο κρεβάτι του συζύγου και επαναστατούν. | They are tired of carrying their husbands breakfast and rebel. |
Να πείτε, όμως, ότι είναι καλύτερα ν' αυτομαστιγώνονται... παρά να επαναστατούν ενάντια στις αρχές! | But add this: Better flagellating than rebelling against authorities. |
Να εξαλείψει τους αντάρτες που επαναστατούν ενάντια στο παντοδύναμο, θείο έθνος που είναι η Ιαπωνία! | To eliminate insurgents who rebel against the almighty, divine nation that is Japan! |
Ο κόσμος θα επαναστατήσει. | People everywhere will rebel. |
Όταν ο κόσμος αντιληφθεί ότι Ιταλοί αστυφύλακες και Ιρλανδοί μπάτσοι κάνουν κουμάντο στους ανεξάρτητους πολίτες και σκοτώνουν κόσμο χωρίς δικαιοδοσία, θα επαναστατήσει. | When people realize that Italian sergeants and Irish cops are bullying their sovereign citizens and killing people they have no jurisdiction over, they will rebel. |
- οι μισοί εταίροι θα επαναστατήσουν. | - half the partners will rebel. |
Και τώρα, σήμερα, ζητείται από σας να με καταδικάσετε γιατί επαναστάτησα βλέποντας τη χώρα μας μπλεγμένη σ' αυτή την τρομερή υπόθεση. | And now, today, you're asked to condemn me because I rebelled on seeing our country embarked on this terrible course. |
Πότε επαναστάτησα εγώ; | When have I ever rebelled? |
- Τι; Η μητέρα με έβαλε σε σχολή χορού και επαναστάτησα. | My mother put me in dance school and I rebelled, |
Μπορεί για λίγο να επαναστάτησα κατά του Χάρι, αλλά έμαθα τα μαθήματά μου καλά. | I may have briefly rebelled against Harry, but I learned my lessons well. |
Και εγώ επαναστάτησα, όπως προφανώς και εσύ. | And I rebelled,like you obviously do, |
Κι επαναστάτησες! | And you rebelled. |
Πάντα ήσουν καλός γιος, αλλά επαναστάτησες κατά των Αρχών. Είναι σαν να πρόσβαλες τον πατέρα και τους προγόνους σου. | You've always been a respectful Rebelling against the authorities is as bad as rebelling against your father and ancestors. |
Ρε φίλε, εδώ επαναστάτησες κατά του Παραδείσου. | Dude, you full-on rebelled against heaven. |
Εσύ επαναστάτησες. | You rebelled. |
- Δεν επαναστάτησες ποτέ; | So you never rebelled? |
Ευτυχώς, ο Τζωρτζ επαναστάτησε με τον καιρό. | And fortunately, George himself rebelled in time. |
Όταν σου ζήτησε να τον παντρευτείς κάτι μέσα σου επαναστάτησε. | [ Kik ] When he asked you to marry him, something deep in you rebelled. |
Αλλά πίσω στη Γερμανία ο νεαρός επαναστάτησε επίμονα... και συχνά δεχόταν ραβδισμούς γι' αυτό. | But back in Germany, the boy rebelled constantly and was often flogged for it. |
Ο Baran επαναστάτησε και πήρε τα βουνά. | And Baran rebelled and took to the mountains. |
- Ο λαός σας θα επαναστάτησε. | At some point, your people must have rebelled. |
Όταν έφυγαν οι αξιωματικοί σου, επαναστατήσαμε εναντίον της Συμμαχίας Κλίνγκον-Καρδάσιων. | Since your officers left, we've rebelled against the Klingon-Cardassian Alliance. |
Τελικά, επαναστατήσαμε. | Eventually, we rebelled. |
Τα μάτια μου βουρκώνουν, για σένα, Κύριε, που είσαι δίκαιος, παρόλα αυτά επαναστατήσαμε ενάντια στην εντολή Σου. | My eyes overflow with tears, for you, Lord, are righteous, yet we rebelled against your command. |